μεσουράνημα: Difference between revisions
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
(5) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσουράνημα:''' τό ([[οὐρανός]]), ο [[χώρος]] [[μεταξύ]] γης και ουρανού, το ενδιάμεσο της ατμόσφαιρας, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''μεσουράνημα:''' τό ([[οὐρανός]]), ο [[χώρος]] [[μεταξύ]] γης και ουρανού, το ενδιάμεσο της ατμόσφαιρας, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μεσ-ουράνημα, ατος, τό, [[οὐρανός]]<br />mid-[[heaven]], mid-air, NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A culmination, Str.3.5.8, Cleom.2.1, Ptol. Alm.8.4, Theo Sm.p.159 H., etc. 2 mid-heaven, zenith, Apoc.8.13, al. 3 μ. κόσμου title of Aries as having been on the meridian at the Creation, Vett.Val.5.26. 4 name of the tenth τόπος, Paul. Al.N.1.
German (Pape)
[Seite 140] τό, der Stand der Sonne mitten am Himmel, S. Emp. adv. astrol. 12.
Greek (Liddell-Scott)
μεσουράνημα: τό, ὅταν ὁ ἥλιος εὑρίσκηται ἐν τῷ μέσῳ τοῦ οὐρανοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 12. 2) τὸ μέσον τοῦ μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ διαστήματος, καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἀγγέλου πετομένου ἐν μεσουρανήματι Ἀποκάλ. 8. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
situation d’un astre (particul. du soleil) parvenu au méridien ; le méridien ; zénith.
Étymologie: μεσουρανέω.
English (Strong)
from a presumed compound of μέσος and οὐρανός; mid-sky: midst of heaven.
English (Thayer)
μεσουρανηματος, τό (from μεσουρανέω; the sun is said μεσουράνειν to be in mid-heaven, when it has reached the meridian), mid-heaven, the highest point in the heavens, which the sun occupies at noon. where what is done can be seen and heard by all: Manetho, Plutarch, Sextus Empiricus.)
Greek Monolingual
και μεσουράνισμα, το (ΑM μεσουράνημα, Μ και μεσουράνισμα) μεσουρανώ
η θέση του Ηλίου ή ενός άλλου αστέρα στο μέσο του ουρανού («εἶτ' ἐπιβαίνειν πάλιν ἕως τοῡ ὑπὸ γῆν μεσουρανήματος», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. το ύψιστο σημείο ακμής, ο Κολοφώνας, το κορύφωμα δράσης, κατάστασης, επιτυχίας ή δόξας, το άκρον άωτον («ο θάνατος τον πήρε πάνω στο μεσουράνημα της δόξας του»)
αρχ.
1. (στην Αγία Γραφή) ο χώρος μεταξύ ουρανού και γης («ἤκουσα ἑνὸς ἀετοῡ πετομένου ἐν μεσουρανήματι», ΚΔ)
2. αστρολ. χαρακτηρισμός του αστερισμού Κριού, επειδή πιστευόταν ότι βρισκόταν στον μεσημβρινό κατά τη δημιουργία του κόσμου
3. αστρολ. ονομασία του δέκατου τόπου.
Greek Monotonic
μεσουράνημα: τό (οὐρανός), ο χώρος μεταξύ γης και ουρανού, το ενδιάμεσο της ατμόσφαιρας, σε Καινή Διαθήκη