βαρύβρομος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
(1a)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βρέμω]]<br />[[loud]]-[[roaring]], [[loud]]-[[sounding]], Eur.
|mdlsjtxt=[[βρέμω]]<br />[[loud]]-[[roaring]], [[loud]]-[[sounding]], Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαρύβρομος]] -ον [[βαρύς]], [[βρόμος]] zwaar donderend, bulderend, van de zee ; Bacchyl. ; luid klinkend, van een fluit. Eur. Hel. 1351.
}}
}}

Revision as of 05:59, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβρομος Medium diacritics: βαρύβρομος Low diacritics: βαρύβρομος Capitals: ΒΑΡΥΒΡΟΜΟΣ
Transliteration A: barýbromos Transliteration B: barybromos Transliteration C: varyvromos Beta Code: baru/bromos

English (LSJ)

ον,

   A loud-roaring, βαρύβρομα θωύσσοντες Hom.Fr. 25; πέλαγος B.16.76; Trag. only in lyr., βρονταί, κῦμα, E.Ph.183, Hel.1305; ἀκταί Id.Hyps.Fr.41.80; loud-sounding, αὐλός, τύμπανα, Id.Hel.1351, Ba.156, cf.Ar.Nu.313; β. ἁρμονία Αἰολίς Lasus 1.

German (Pape)

[Seite 433] stark tönend, Hom. frg. 71; αὐλός Eur. Bacch. 151; τύμπανα Hel. 1305; κῦμα ἅλιον Phoen. 183; πόντος Ar. Nub. 284; sp. D.; βροντή Luc. Tim. 1.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύβρομος: -ον, ὁ βαρύν, ἰσχυρὸν κρότον προξενῶν, Ἀποσπ. Ὁμ. 71, Εὐρ. Φοιγ. 183, κτλ· - αὐλός, τύμπανα Εὐρ. Βάκχ. 156, Ἑλ. 1305· βαρ. ἁρμονία Αἰολίς Λᾶσος 1 Bgk.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. βαρυβρεμέτης.
Étymologie: βαρύς, βρέμω.

Spanish (DGE)

(βᾰρύβρομος) -ον
1 que produce gran estrépito πέλαγος B.17.76, πόντος Ar.Nu.284, Ἀμφιτρίτη Q.S.14.609, κῦμα E.Hel.1305, βρονταί E.Ph.183
que resuena ἀκταί E.Fr.64.80Bond
βαρύβρομα θωύσσοντες dando gritos estentóreos Hom.Fr.25.
2 que produce sonido grave αὐλός E.Hel.1351, τύμπανα E.Ba.156
de donde μοῦσα βαρύβρομος αὐλῶν Ar.Nu.313, Αἰολὶς β. ἁρμονία Lasus 1.3.

Greek Monolingual

βαρύβρομος, -ον (Α)
εκείνος που βροντά βαριά, δυνατά («βαρύβρομοι βρονταί», «βαρύβρομον κῡμα», «βαρύβρομα τύμπανα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βρόμος «ισχυρός κρότος»].

Greek Monotonic

βᾰρύβρομος: -ον (βρέμω), αυτός που προκαλεί ισχυρό κρότο, ήχο, θόρυβο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύβρομος: Hom., Eur., Arph., Luc. = βαρυβρεμέτης.

Middle Liddell

βρέμω
loud-roaring, loud-sounding, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύβρομος -ον βαρύς, βρόμος zwaar donderend, bulderend, van de zee ; Bacchyl. ; luid klinkend, van een fluit. Eur. Hel. 1351.