ἐπικλινής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(1ab)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπικλῐνής:''' <b class="num">1)</b> наклонный, покатый ([[χωρίον]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> отвесный, крутой ([[λόφος]] Plut.): ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. палками заставить кого-л. стремглав бежать.
|elrutext='''ἐπικλῐνής:'''<br /><b class="num">1)</b> наклонный, покатый ([[χωρίον]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> отвесный, крутой ([[λόφος]] Plut.): ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. палками заставить кого-л. стремглав бежать.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπικλῐνής, ές [[ἐπικλίνω]]<br />[[sloping]], Thuc., Plut.
|mdlsjtxt=ἐπικλῐνής, ές [[ἐπικλίνω]]<br />[[sloping]], Thuc., Plut.
}}
}}

Revision as of 17:28, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικλινής Medium diacritics: ἐπικλινής Low diacritics: επικλινής Capitals: ΕΠΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: epiklinḗs Transliteration B: epiklinēs Transliteration C: epiklinis Beta Code: e)piklinh/s

English (LSJ)

ές,

   A sloping, χωρίον Th.6.96; λόφοι Plu.Ant.45; ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά inclining, bending, Thphr.CP3.22.1; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον Call.Fr. 312.    2. prone, inclined, πρὸς τὸν Ἄρην Them.Or.15.187b; οικείωσις ἐ. πρός τινα Ph.1.252. Adv. -νῶς, ἔχειν πρός τι ib.37,al.

German (Pape)

[Seite 950] ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ χωρίον καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im Ggstz von ὀρθός, Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Uebertr., ἐπικλινῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche vers, qui s’incline, qui se courbe.
Étymologie: ἐπικλίνω.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπικλινής)
1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.)
2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω
μσν.- νεοελλ.
(το ουδ. με άρθρο ως ουσ.) το επικλινές
η επικλίνεια, η ροπή, η κλίση
μσν.
αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον
αρχ.
αυτός που έχει τάση, προδιάθεση για κάτι, επιρρεπής.
επίρρ...
επικλινώς
σε επικλινή θέση, πλάγια, γερτά, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κλίνης (< κλίνω)].

Greek Monotonic

ἐπικλῐνής: -ές (ἐπι-κλίνω), κατηφορικός, κεκλιμένος, κατωφερής, σε Θουκ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλῐνής:
1) наклонный, покатый (χωρίον Thuc.);
2) отвесный, крутой (λόφος Plut.): ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. палками заставить кого-л. стремглав бежать.

Middle Liddell

ἐπικλῐνής, ές ἐπικλίνω
sloping, Thuc., Plut.