στρατεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(1b)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[στρατεύσιμος]], -ον, ΝΑ [[στράτευσις]]<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]] («[[στρατεύσιμος]] [[ἡλικία]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[στρατεύσιμος]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) νεαρό [[άτομο]] υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του [[θητεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ο υποκείμενος σε [[στράτευση]] [[κατά]] τις διατάξεις του [[περί]] στρατολογίας νόμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στρατεύσιμον</i><br />α) [[στρατιωτικός]] [[μισθός]]<br />β) [[πληρωμή]] για [[εξαγορά]] της στρατιωτικής θητείας.
|mltxt=-η, -ο / [[στρατεύσιμος]], -ον, ΝΑ [[στράτευσις]]<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]] («[[στρατεύσιμος]] [[ἡλικία]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[στρατεύσιμος]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) νεαρό [[άτομο]] υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του [[θητεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(νομ.)</b> ο υποκείμενος σε [[στράτευση]] [[κατά]] τις διατάξεις του [[περί]] στρατολογίας νόμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στρατεύσιμον</i><br />α) [[στρατιωτικός]] [[μισθός]]<br />β) [[πληρωμή]] για [[εξαγορά]] της στρατιωτικής θητείας.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρατεύσιμος Medium diacritics: στρατεύσιμος Low diacritics: στρατεύσιμος Capitals: ΣΤΡΑΤΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: strateúsimos Transliteration B: strateusimos Transliteration C: strateysimos Beta Code: strateu/simos

English (LSJ)

ον,

   A fit for military service, serviceable, ἡλικία X.HG6.5.12, J.AJ2.15.1; σ. ἔτη X.Cyr.1.2.4; οἱ σ. Plb.6.19.6: Subst. -εύσιμον, τό, payment in lieu of military service, PMonac. 1.54 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 951] zum Kriegsdienste gehörig, tauglich; ἔτη, Xen. Cyr. 1, 2, 4; ἡλικία, Hell. 6, 5, 17; οἱ στρατεύσιμοι, Pol. 6, 19, 6, die vorher οἱ ἐν ταῖς ἡλικίαις hießen; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτεύσιμος: -ον, κατάλληλος πρὸς στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, ἡλικία Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 12· στρ. ἔτη ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 4· οἱ στρατ. Πολύβ. 6. 19, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre au service militaire.
Étymologie: στρατεύω.

Greek Monolingual

-η, -ο / στρατεύσιμος, -ον, ΝΑ στράτευσις
1. κατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσίαστρατεύσιμος ἡλικία», Ξεν.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατεύσιμος
(για πρόσ.) νεαρό άτομο υποχρεωμένο να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία
νεοελλ.
(νομ.) ο υποκείμενος σε στράτευση κατά τις διατάξεις του περί στρατολογίας νόμου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ στρατεύσιμον
α) στρατιωτικός μισθός
β) πληρωμή για εξαγορά της στρατιωτικής θητείας.

Greek Monotonic

στρᾰτεύσιμος: -ον, κατάλληλος, ικανός για στρατιωτική υπηρεσία, στρατεύσιμος, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατεύσιμος -ον [στρατεύω] geschikt voor het leger, weerbaar.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτεύσῐμος: годный для военной службы, способный носить оружие (ἡλικία, ἔτη Xen.; sc. ἄνδρες Polyb.).

Middle Liddell

στρᾰτεύσιμος, ον,
fit for service, serviceable, Xen.