χαλκοῦς: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(1b) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ούν / χαλκοῡς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. [[χάλκεος]], -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. [[χάλκειος]], -είη, -ον, και ιων. τ. [[χαλκήϊος]], -ΐη, -ον, και αιολ. και δωρ. τ. [[χάλκιος]], -ία, -ον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[χάλκινος]] (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις δρεπάνοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ούν / χαλκοῡς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. [[χάλκεος]], -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. [[χάλκειος]], -είη, -ον, και ιων. τ. [[χαλκήϊος]], -ΐη, -ον, και αιολ. και δωρ. τ. [[χάλκιος]], -ία, -ον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[χάλκινος]] (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις δρεπάνοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χαλκοῦς]]<br />[[οβελίσκος]] του βυζαντινού ιπποδρομίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινη [[απεικόνιση]], χάλκινο [[άγαλμα]] (α. «χάλκεον Δία», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ταύρῳ χαλκέῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (στην αρχ. Αθήνα) χάλκινο [[νόμισμα]], ισοδύναμο με το ένα όγδοο του αργυρού οβολού<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ χαλκοί</i><br />τα χρήματα<br /><b>5.</b> (το ασυναίρ. ουδ. [[χωρίς]] αρθρ. ως επίρρ.) <i>χάλκεον</i><br />ισχυρά, [[δυνατά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάλκεος]] [[ὕπνος]]» — ο [[αιώνιος]] ύπνος, ο [[θάνατος]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[χάλκεος]] [[ἀγών]]» — [[αγώνας]] [[κατά]] τον οποίο δινόταν ως [[βραβείο]] χάλκινη [[ασπίδα]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) «[[χαλκῆ]] [[μυῖα]]» — [[είδος]] παιχνιδιού, η [[τυφλόμυγα]] (<b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>εος</i> / -<i>ειος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σιδηρ</i>-<i>οῦς</i> / <i>σιδήρ</i>-<i>εος</i> / <i>σιδήρ</i>-<i>ειος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ῆ, οῦν, Att. contr. from χάλκεος, q.v. II Subst. χαλκοῦς, ὁ, copper coin used at Athens, 1/8 of an obol, Ar.Ec.815, 818, D.42.22, Alex.15.2, Philem.64,74, Cerc.17.41, Plu.2.665b, etc.: in pl., money, PCair.Zen.519 (iii B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1332] ῆ, οῦν, att. zsgzgn aus χάλκεος, w. m. s. – Als subst., ὁ χαλκοῦς, eine Kupfermünze, Ar. Eccl. 815, Dem. u. Folgende, wie Pol. 5, 26, 23 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοῦς: -ῆ, -οῦν, Ἀττικ. συνῃρ. ἐκ τοῦ χάλκεος, ὃ ἴδε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. χαλκοῦς, ὁ, χαλκοῦν νόμισμα ἐν Ἀθήναις, τὸ 1/3 τοῦ ὀβολοῦ, ὀλίγον τι πλέον τοῦ νῦν διλέπτου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 815, 818, Δημ. 1045. 24, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 2 κἑξ., Φιλήμων ἐν «Πιττοκοπουμένῳ» 2, κλπ. 2) ὡσαύτως, βάρος τι ὡρισμένον μικρόν, Ἰατρ.
French (Bailly abrégé)
contr. de χάλκεος.
Greek Monolingual
-ή, -ούν / χαλκοῡς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. χάλκειος, -είη, -ον, και ιων. τ. χαλκήϊος, -ΐη, -ον, και αιολ. και δωρ. τ. χάλκιος, -ία, -ον, Α
(λόγιος τ.) χάλκινος (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις δρεπάνοις», Σοφ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλκοῦς
οβελίσκος του βυζαντινού ιπποδρομίου
αρχ.
1. χάλκινη απεικόνιση, χάλκινο άγαλμα (α. «χάλκεον Δία», Ηρόδ.
β. «ταύρῳ χαλκέῳ», Πίνδ.)
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός
3. το αρσ. ως ουσ. (στην αρχ. Αθήνα) χάλκινο νόμισμα, ισοδύναμο με το ένα όγδοο του αργυρού οβολού
4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ χαλκοί
τα χρήματα
5. (το ασυναίρ. ουδ. χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) χάλκεον
ισχυρά, δυνατά
6. φρ. α) «χάλκεος ὕπνος» — ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος (Ομ. Ιλ.)
β) «χάλκεος ἀγών» — αγώνας κατά τον οποίο δινόταν ως βραβείο χάλκινη ασπίδα (Πίνδ.)
γ) «χαλκῆ μυῖα» — είδος παιχνιδιού, η τυφλόμυγα (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -οῦς / -εος / -ειος (πρβλ. σιδηρ-οῦς / σιδήρ-εος / σιδήρ-ειος)].
Greek Monotonic
χαλκοῦς: -ῆ, -οῦν,
I. Αττ. συνηρ. αντί χάλκεος, σε Σοφ. κ.λπ.
II. ως ουσ., χαλκοῦς, ὁ, χάλκινο νόμισμα, το 1/8 του οβολού, λίγο περισσότερο από το δίλεπτο, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοῦς: II ὁ Arph., Dem., Polyb. = χαλκός 4.
3, редко 2 стяж. к χάλκεος.
Middle Liddell
a copper coin, 1/8 an obol, somewhat less than a farthing, Dem., etc.