ἰχθυβόλος: Difference between revisions
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἰχθύβολος, -ον (Α)<br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἰχθύβολος [[θήρα]]» — [[ψάρεμα]] που γίνεται με [[καμάκι]], με [[τρίαινα]]<br /><b>2.</b> «ἰχθύβολα δεῑπνα» — δείπνα από ψάρια που έχουν αλιευθεί με [[τρίαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρό</i>-<i>βολος</i>, <i>πεζό</i>-<i>βολος</i>].<br />[[ἰχθυβόλος]] και [[ἰχθυοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει<br /><b>2.</b> [[αλιευτικός]] («[[ἰχθυβόλος]] [[μηχανή]]» — αλιευτική [[τρίαινα]], [[καμάκι]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=ἰχθύβολος, -ον (Α)<br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἰχθύβολος [[θήρα]]» — [[ψάρεμα]] που γίνεται με [[καμάκι]], με [[τρίαινα]]<br /><b>2.</b> «ἰχθύβολα δεῑπνα» — δείπνα από ψάρια που έχουν αλιευθεί με [[τρίαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρό</i>-<i>βολος</i>, <i>πεζό</i>-<i>βολος</i>].<br />[[ἰχθυβόλος]] και [[ἰχθυοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει<br /><b>2.</b> [[αλιευτικός]] («[[ἰχθυβόλος]] [[μηχανή]]» — αλιευτική [[τρίαινα]], [[καμάκι]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἰχθυβόλος]]<br />αλιέας, [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-[[βόλος]], [[λιθο]]-[[βόλος]]. Ο [[τονισμός]] στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργ. σημ. στη λ., αντίθετα [[προς]] τον τονισμό στην [[προπαραλήγουσα]] (<i>ιχθύ</i>-<i>βολος</i>), που προσδίδει παθητ. σημ. στη λ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ετοιμό</i>-<i>φθορος</i> - <i>ετοιμο</i>-[[φθόρος]], <i>λυσί</i>-<i>τοκος</i> - <i>λυσι</i>-[[τόκος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ον, (parox.)
A striking fish, catching fish, ἰ. μηχανή of the trident, A.Th.132 (lyr.); αἴθυιαι AP6.23. 2 Subst., fisher, angler, ib.7.295 (Leon.), 9.227 (Bianor). II Pass., (proparox.) ἰ. θήρα a spoil of speared fish, ib.6.24; ἰ. δεῖπνα Opp.H.3.18.
German (Pape)
[Seite 1275] Fische werfend od. stechend, d. i. sie mit der Harpune, dem Dreizack fangend; μηχανά Aesch. Spt. 123; θήρα, αἴθυιαι, Ep. ad. 129. 128 (VI, 24. 23); δεῖπνα Opp. H. 3, 18; subst. der Fischer, Eust. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυβόλος: -ον, πλήττων, συλλαμβάνων ἰχθῦς, ἰχθ. μηχανή. περὶ τῆς τριαίνης, «καμακίου», Αἰσχύλ. Θήβ. 133· αἴθυιαι Ἀνθ 11, 6. 23. 2) ὡς οὐσιαστ., ἁλιεύς, «ψαρᾶς», αὐτόθι 7. 295., 9. 227. ΙΙ. Παθ, ἰχθ. θήρα, ἄγρα ἰχθύων ἠγρευμένων διὰ τῆς τριαίνης, αὐτόθι 6. 24· ἰχθ. δεῖπνα Ὀππ. Ἁλ. 3. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui harponne le poisson.
Étymologie: ἰχθύς, βάλλω.
Greek Monolingual
ἰχθύβολος, -ον (Α)
φρ.
1. «ἰχθύβολος θήρα» — ψάρεμα που γίνεται με καμάκι, με τρίαινα
2. «ἰχθύβολα δεῑπνα» — δείπνα από ψάρια που έχουν αλιευθεί με τρίαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακρό-βολος, πεζό-βολος].
ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει
2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» — αλιευτική τρίαινα, καμάκι
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος
αλιέας, ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ιππο-βόλος, λιθο-βόλος. Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργ. σημ. στη λ., αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (ιχθύ-βολος), που προσδίδει παθητ. σημ. στη λ. (πρβλ. ετοιμό-φθορος - ετοιμο-φθόρος, λυσί-τοκος - λυσι-τόκος)].
Greek Monotonic
ἰχθυβόλος: -ον (βάλλω)·
I. 1. αυτός που ψαρεύει, «καμακώνει» ψάρια· ἰχθυβόλος μηχανή, λέγεται για την τρίαινα, σε Αισχύλ.
2. ως ουσ., ψαράς, αλιέας, σε Ανθ.
II. Παθ., ἰχθυβόλος θήρα, άγρα ψαριών αλιευμένων με καμάκι, τρίαινα, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰχθῠβόλος:
1) пронзающий рыб: ἰ. μηχανή Aesch. острога, трезубец (Посидона);
2) ловящий рыб (αἴθυια Anth.);
3) пойманный острогой, наловленный (θήρα Anth.).
ἰχθῡβόλος: II ὁ рыболов Anth.
Middle Liddell
ἰχθυ-βόλος, ον βάλλω
I. striking fish, ἰχθ. μηχανή, of the trident, Aesch.
2. as Subst. a fisher, angler, Anth.
II. pass., ἰχθ. θήρα a spoil of speared fish, Anth.