πτελέα: Difference between revisions
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
(1b) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[πτελέα]], ιονιξ -έη, ἡ,<br />the elm, Lat. [[ulmus]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 20 January 2019
English (LSJ)
Ion. πτελέ-η, ἡ,
A elm, Ulmus glabra, Il.6.419, 21.242,350, Hes.Op.435, Ar.Nu.1008, Thphr.HP3.14.1, Dsc.1.84, etc. II v. foreg.
German (Pape)
[Seite 807] ἡ, ion. πτελέη, die Ulme, Rüster; Il. 6, 419. 21, 242. 350; Hes. O. 437; Ar. Nubb. 995; sp. D., wie Trall. 3 (VI, 170), wie an der erst angeführten Stelle der Il. ein Grabbaum: Antiphil. 37 (VII, 141); u. in Prosa, Luc. D. Mar. 11, 2. – S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
πτελέα: Ἰων. -έη, ἡ, Λατ. ulmus campestris, ἔτι καὶ νῦν καλουμένη «φτεληά» ἐν Ἑλλάδι (Τουρκιστὶ καρὰ ἀγάτς, δηλ. μαῦρον δένδρον), Ἰλ. Ζ. 419, Φ. 242, 350, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, Ἀριστοφάν. Νεφ. 1008, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ´, σ. 570.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
orme, arbre.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΑ, και πτελιά Ν, και ιων. τ. πτελέη και πελέα Α
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες, γνωστό σήμερα ως φτελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. 'Ονομα φυτού με επίθημα -έα (πιθ. < -εFᾱ, πρβλ. μυκην. pterewa / peterewa) που συνδέεται πιθ. με τη λ. πτέλας «κάπρος», ίσως επειδή ο κάπρος ζει μέσα στις φτελιές. Ο αρμ. τ. t'eli «φτελιά» πρέπει να θεωρηθεί δάνειο από την Ελληνική. Η εναλλαγή, τέλος, τών πτ- καί π- στην αρχή της λ. δεν σημαίνει ότι η λ. πρέπει να αναχθεί αναγκαστικά στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα, αλλά μάλλον ότι το αρκτικό πτ- του τ. οφείλεται σε διαφορετική προφορά του π- υπό την επίδραση φωνήματος του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος (πρβλ. και πόλεμος / πτόλεμος, πόλις / πτόλις). Οι νεοελλ. τ. πτελιά / φτελιά έχουν σχηματιστεί από τον τ. πτελέα με συνίζηση (πρβλ. ιτέα: ιτιά, μηλέα: μηλιά), βλ. και λ. φτελιά].
(II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «σῡς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πτέλας.
Greek Monotonic
πτελέα: Ιων. -έη, ἡ, φτελιά, Λατ. ulmus, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πτελέα: ион. πτελέη ἡ вяз (Ulmus campestris) Hom., Hes., Arph., Arst. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτελέα -ας, ἡ olm (boom).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: elm tree (Il.).
Other forms: Ion.- έη, Epid. πελέα
Dialectal forms: Myc. \/pterewa\/.
Derivatives: πτελέ-ινος of elm (Att. a. Del. inscr., Thphr.), -ών, -ῶνος m. elm-grove (Gloss.). Πτελεός m. town in Thessaly etc. (Β 697 a.o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as μηλέα, ἰτέα a. other tree-names; the formally inviting connection with πτέλας boar can perh. be semant. argued, s. Strömberg Pfl.namen 140 (cf. NHG Eberesche; the boar lives also in elm-woods). Lat. pōpulus poplar deviates stongly formally and in meeaning; phonetically quite closer is tilia lime-tree; on this as well as on other tree-names, which have been adduced in the rather inconclusive discussion, s. Bq s.v., WP. 2, 84f., W.-Hofmann s. 2. pōpulus and tilia; further Merlingen Μνήμης χάριν 2, 56. On the anlautvariation πτ- : π- s. the lit. on πόλεμος, πόλις. -- From πτελέα prob. Arm. t`eɫi elm (for old consanguinity lastly Solta Sprache 3,227 w. n. 11); from Lat. tilia τιλίαι αἴγειροι H. -- Furnée 226 assumes that it is a variant of μελὶη ash and concludes that the word is Pre-Greek.