ἐργατίνης: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(1ab) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐργᾰτίνης:''' <b class="num">I</b> дор. ἐργᾰτίνας, ου adj. m, f трудолюбивый, трудящийся, трудовой ([[βουκαῖος]] Theocr.; παλάμαι Anth.).<br />ου ὁ работник, труженик Anth. | |elrutext='''ἐργᾰτίνης:'''<br /><b class="num">I</b> дор. ἐργᾰτίνας, ου adj. m, f трудолюбивый, трудящийся, трудовой ([[βουκαῖος]] Theocr.; παλάμαι Anth.).<br />ου ὁ работник, труженик Anth. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐργᾰτί˘νης, ου, = [[ἐργάτης]],]<br /><b class="num">I.</b> a [[husbandman]], Theocr.<br /><b class="num">2.</b> as adj., [[active]], [[laborious]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> c. gen. [[making]] a [[thing]] or practising an art, Anth. | |mdlsjtxt=ἐργᾰτί˘νης, ου, = [[ἐργάτης]],]<br /><b class="num">I.</b> a [[husbandman]], Theocr.<br /><b class="num">2.</b> as adj., [[active]], [[laborious]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> c. gen. [[making]] a [[thing]] or practising an art, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 31 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A = ἐργάτης, esp. husbandman, Theoc.10.1, A.R.2.376 (pl.) ; ἐ. ἄνδρες Theoc.21.3, AP11.58 (Maced.) ; βοῦς ἐ. A.R.2.663 (pl.), AP 6.228 (Adaeus). II c. gen., making a thing or practising an art, μέλιτος ὁ χρυσὸς ἐ. AP5.239 (Maced.); Κύπριδος ib.274 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1020] ὁ, = ἐργάτης, der Arbeiter, u. adj. arbeitsam, thätig, Theocr. 10, 1. 21, 3, vom Landbauer; sp. D., ἀνέρες Haced. 18 (XI, 58); βοῦς Add. 3 (VI, 228), wie Ap. Rh. 2, 663; Κύπριδος Paul. Sil. 12 (V, 2751; auch fem., παλάμαι Ep. ad. 194 (App. 323).
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰτίνης: ῐ, ου, ὁ, = ἐργάτης, ἰδίως γεωργός, ἐργ. βουκαῖος, ἐργ. ἀνὴρ Θεόκρ. 10. 1., 21. 3, Ἀνθ. Π. 11. 58· οὕτω, βοῦς ἐργ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 663, Ἀνθ. Π. 6. 228. 2) ὡς ἐπίθ., ἐργατικός, δραστήριος, ἐνεργητικός, μετὰ θηλ. οὐσιαστ., ἐργατίναις παλάμαισιν Ἀνθ. Π. παράρτ. 323. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐργαζόμενός τι ἢ ἀσκῶν τέχνην τινά, Ἀνθ. Π. 5. 240, 275.
French (Bailly abrégé)
ου;
I. adj. (ὁ, ἡ) laborieux, actif;
II. subst. ὁ ἐργατίνης :
1 travailleur;
2 particul. cultivateur.
Étymologie: ἐργάτης.
Greek Monolingual
ἐργατίνης, ὁ (AM)
1. εργάτης, γεωργός
2. αυτός που ασκεί μια τέχνη
3. (για τον Χριστό) δημιουργός
4. ως επίθ. εργατικός, δραστήριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εργάτης με κατάλ. -ίνης που συνήθως μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αισχ-ίνης)].
Greek Monotonic
ἐργᾰτίνης: [ῐ], -ου, ὁ, = ἐργάτης·
I. 1. γεωργός, καλλιεργητής, σε Θεόκρ.
2. ως επίθ., ενεργητικός, δραστήριος, κοπιαστικός, σε Ανθ.
II. με γεν., αυτός που κατασκευάζει κάτι ή εξασκεί μια τέχνη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐργᾰτίνης:
I дор. ἐργᾰτίνας, ου adj. m, f трудолюбивый, трудящийся, трудовой (βουκαῖος Theocr.; παλάμαι Anth.).
ου ὁ работник, труженик Anth.
Middle Liddell
ἐργᾰτί˘νης, ου, = ἐργάτης,]
I. a husbandman, Theocr.
2. as adj., active, laborious, Anth.
II. c. gen. making a thing or practising an art, Anth.