κηροειδής: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(3) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[κηροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[κερί]] ή έχει τις ιδιότητες του κεριού («ἁπαλά τε [[ὄντα]] καὶ [[οἷον]] κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κηροειδή</i><br />οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται [[αντί]] για [[κερί]] ή ανάμικτες με [[κερί]] για φωτισμό, [[επάλειψη]] κ.λπ., όπως η [[παραφίνη]], η [[στεατίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λίθο, [[μάρμαρο]] ή [[άλλη]] ύλη) [[κιτρινωπός]] και [[στιλπνός]] («[[ἡμίκυκλος]] στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ | |mltxt=-ές (Α [[κηροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[κερί]] ή έχει τις ιδιότητες του κεριού («ἁπαλά τε [[ὄντα]] καὶ [[οἷον]] κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κηροειδή</i><br />οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται [[αντί]] για [[κερί]] ή ανάμικτες με [[κερί]] για φωτισμό, [[επάλειψη]] κ.λπ., όπως η [[παραφίνη]], η [[στεατίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λίθο, [[μάρμαρο]] ή [[άλλη]] ύλη) [[κιτρινωπός]] και [[στιλπνός]] («[[ἡμίκυκλος]] στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ τοῦ ἐν αὐτῇ λίθου», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]]) [[εύπλαστος]] («ἐν τῇ ψυχῇ κηροειδῇ οὔσῃ», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:40, 15 February 2019
English (LSJ)
ές,
A like wax, waxen, σώματα Pl.Ti.61c, etc.: metaph., of the soul, Ph.1.64. 2 wax-coloured, PSI4.444.3 (iii B.C.), Dsc.1.119.
German (Pape)
[Seite 1433] ές, wachsähnlich, wächsern; σώματα Plat. Tim. 61 c; öfter bei Sp.; wachsfarbig. Schol. Nic. Th. 798.
Greek (Liddell-Scott)
κηροειδής: -ές, ὅμοιος κηρῷ, κήρινος, Πλάτ. Τίμ. 61C, Ἀθήν. 281F, Διοσκ. 1. 92, κτλ.· μεταφορ., ἐπὶ τῆς ψυχῆς, Φίλων 1. 64. 2) ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κηροῦ, Φιλόστρ. 781.
Greek Monolingual
-ές (Α κηροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες του κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή
οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί για κερί ή ανάμικτες με κερί για φωτισμό, επάλειψη κ.λπ., όπως η παραφίνη, η στεατίνη κ.ά.
αρχ.
1. (για λίθο, μάρμαρο ή άλλη ύλη) κιτρινωπός και στιλπνός («ἡμίκυκλος στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ τοῦ ἐν αὐτῇ λίθου», Φιλόστρ.)
2. μτφ. (για την ψυχή) εύπλαστος («ἐν τῇ ψυχῇ κηροειδῇ οὔσῃ», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -ειδής (< εἶδος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηροειδής -ές [κηρός, εἶδος] als was.
Russian (Dvoretsky)
κηροειδής: воскообразный, мягкий как воск (σώματα Plat.).