προσλείπω: Difference between revisions
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]], [[λειψός]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br />β) [[αφήνω]] [[κάτι]] ατελές, ασυμπλήρωτο<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ προσλείψας</i><br />ο υπολειπόμενος<br /><b>4.</b> (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσλεῑπον</i><br />η [[έλλειψη]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ προσλείψαντα</i><br />(ενν. <i> | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]], [[λειψός]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br />β) [[αφήνω]] [[κάτι]] ατελές, ασυμπλήρωτο<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ προσλείψας</i><br />ο υπολειπόμενος<br /><b>4.</b> (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσλεῑπον</i><br />η [[έλλειψη]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ προσλείψαντα</i><br />(ενν. <i>τοῦ ἔργου</i>) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το [[έργο]] να ολοκληρωθεί. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:05, 15 February 2019
English (LSJ)
A leave on, τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ Thphr.HP4.11.6. 2 leave unworked, π. ἢ συνελεῖν IG7.3073.23 (Lebad., ii B.C.). II intr., to be lacking, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Arist.Pol.1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου IGRom.4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).
German (Pape)
[Seite 772] dazu, daran fehlen, c. gen., Arist. polit. 7, 15, 11 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσλείπω: εἶμαι ἐλλιπής, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.
French (Bailly abrégé)
manquer.
Étymologie: πρός, λείπω.
Greek Monolingual
Α
1. (αμτβ.) είμαι ελλιπής, λειψός
2. (μτβ.) α) αφήνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
β) αφήνω κάτι ατελές, ασυμπλήρωτο
3. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ προσλείψας
ο υπολειπόμενος
4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσλεῑπον
η έλλειψη
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσλείψαντα
(ενν. τοῦ ἔργου) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το έργο να ολοκληρωθεί.
Greek Monotonic
προσλείπω: μέλ. -ψω, είμαι ελλιπής, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2.
Middle Liddell
fut. ψω
to be lacking, Arist.