προσλείπω: Difference between revisions

From LSJ

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
(1b)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]], [[λειψός]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br />β) [[αφήνω]] [[κάτι]] ατελές, ασυμπλήρωτο<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ προσλείψας</i><br />ο υπολειπόμενος<br /><b>4.</b> (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσλεῑπον</i><br />η [[έλλειψη]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ προσλείψαντα</i><br />(ενν. <i>τοῡ ἔργου</i>) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το [[έργο]] να ολοκληρωθεί.
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]], [[λειψός]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br />β) [[αφήνω]] [[κάτι]] ατελές, ασυμπλήρωτο<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ προσλείψας</i><br />ο υπολειπόμενος<br /><b>4.</b> (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσλεῑπον</i><br />η [[έλλειψη]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ προσλείψαντα</i><br />(ενν. <i>τοῦ ἔργου</i>) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το [[έργο]] να ολοκληρωθεί.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:05, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλείπω Medium diacritics: προσλείπω Low diacritics: προσλείπω Capitals: ΠΡΟΣΛΕΙΠΩ
Transliteration A: prosleípō Transliteration B: prosleipō Transliteration C: prosleipo Beta Code: proslei/pw

English (LSJ)

   A leave on, τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ Thphr.HP4.11.6.    2 leave unworked, π. ἢ συνελεῖν IG7.3073.23 (Lebad., ii B.C.).    II intr., to be lacking, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Arist.Pol.1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου IGRom.4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 772] dazu, daran fehlen, c. gen., Arist. polit. 7, 15, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσλείπω: εἶμαι ἐλλιπής, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.

French (Bailly abrégé)

manquer.
Étymologie: πρός, λείπω.

Greek Monolingual

Α
1. (αμτβ.) είμαι ελλιπής, λειψός
2. (μτβ.) α) αφήνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
β) αφήνω κάτι ατελές, ασυμπλήρωτο
3. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ προσλείψας
ο υπολειπόμενος
4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσλεῑπον
η έλλειψη
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσλείψαντα
(ενν. τοῦ ἔργου) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το έργο να ολοκληρωθεί.

Greek Monotonic

προσλείπω: μέλ. -ψω, είμαι ελλιπής, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2.

Middle Liddell

fut. ψω
to be lacking, Arist.