στρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(2b)
(2b)
Line 39: Line 39:
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: s. [[στόρνυμι]].
|etymtx=See also: s. [[στόρνυμι]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''στρώννυμι''': {strṓnnumi}<br />'''See also''': s. [[στόρνυμι]].<br />'''Page''' 2,812
}}
}}

Revision as of 15:58, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρώννυμι Medium diacritics: στρώννυμι Low diacritics: στρώννυμι Capitals: ΣΤΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: strṓnnymi Transliteration B: strōnnymi Transliteration C: stronnymi Beta Code: strw/nnumi

English (LSJ)

and στρωννύω,

   A v. στόρνυμι.

German (Pape)

[Seite 957] und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von στόρνυμι, στορέννυμι gebildet, w. m. s., – breiten, ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; πέδον κελεύθου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφθονον πόρον τίθει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται λέχος, Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῦμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. στορέννυμι); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.

Greek (Liddell-Scott)

στρώννῡμι: καὶ -ύω, ἴδε στορέννυμι.

French (Bailly abrégé)

f. στρώσω, ao. ἔστρωσα, pf. ἔστρωκα, pqp. ἐστρώκειν;
Pass. f. στρωθήσομαι, ao. ἐστρώθην, pf. ἔστρωμαι, pqp. ἐστρώμην;
étendre (un tapis, etc.).
Étymologie: R. Στρω étendre ; cf. Στορ, > στόρνυμι, στορέννυμι.

Spanish

extender, cubrir, preparar, arreglar

English (Strong)

or simpler stronnuo, prolongation from a still simpler stroo, (used only as an alternate in certain tenses) (probably akin to στερεός through the idea of positing); to "strew," i.e. spread (as a carpet or couch): make bed, furnish, spread, strew.

Greek Monolingual

και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α
βλ. στρώνω.

Greek Monotonic

στρώννῡμι: και -ύω· βλ. στορέννυμι.

Russian (Dvoretsky)

στρώννῡμι: и στρωννύω = στορέννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρώννυμι en στρωννύω zie στόρνυμι.

Frisk Etymological English

See also: s. στόρνυμι.

Frisk Etymology German

στρώννυμι: {strṓnnumi}
See also: s. στόρνυμι.
Page 2,812