ὑσμίνη: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
(2b)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑσμί¯νη, ἡ,<br />a [[fight]], [[battle]], [[combat]], Il.; metaplast. epic dat. [[ὑσμῖνι]] as if from ὑσμίν or ὑσμίς, Il.
|mdlsjtxt=ὑσμί¯νη, ἡ,<br />a [[fight]], [[battle]], [[combat]], Il.; metaplast. epic dat. [[ὑσμῖνι]] as if from ὑσμίν or ὑσμίς, Il.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ὑσμίνη''': {husmínē}<br />'''Forms''': Dat. auch -ῖνι (μάχεσθαι [Versende] Β 863, Θ 56)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Kampf]], [[Schlacht]] (ep. lyr. seit Il.).<br />'''Derivative''': Davon ὑσμιναταί m. pl. N. einer Phyle (Epid.).<br />'''Etymology''' : Altes, im Griech. isoliertes Reliktwort, mit Bildung wie ῥηγμιν-, σταμιν- u. a. (s. dd. und Schwyzer 465), wozu mit Übergang in die ''ā''-Stämme [[ὑσμίνη]] (vgl. z.B. [[ἀλκή]] : [[ἀλκί]] und Egli Heteroklisie 12, Chantraine Gramm. hom. 1, 231). Das anzusetzende Grundwort *ὑσμός (mit anal. -σμο- für -μο-?; vgl. Schwyzer 493) stimmt zu aind. ''yudh''-''má''- m. [[Krieger]], das zu ''yudh''- f. [[Kampf]] gehört mit ''yúdh''-''ya''-''te'' [[kämpfen]] usw. nebst zahlreichen Verwandten in anderen Sprachen, z.B. lat. ''iubeō'' [[befehlen]], lit. ''judė́ti'' [[sich bewegen]], [[sich regen]], [[sich rühren]], ''judùs'' [[zanksüchtig]] usw. usw.; s. WP. 1, 203 f., Pok. 511 f., W.-Hofmann, Mayrhofer und Fraenkel s.vv. mit weiteren Formen und reicher Lit. — Von *ὑσμός vielleicht der PN Ὕσμων (Elis). Näheres über [[ὑσμίνη]] neben den jüngeren [[μάχη]], [[πόλεμος]] u.a. bei Trümpy Fachausdrücke 162ff. m. Lit.<br />'''Page''' 2,974
}}
}}

Revision as of 16:05, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑσμίνη Medium diacritics: ὑσμίνη Low diacritics: υσμίνη Capitals: ΥΣΜΙΝΗ
Transliteration A: hysmínē Transliteration B: hysminē Transliteration C: ysmini Beta Code: u(smi/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, Ep. Noun,

   A fight, battle, combat, κατὰ κρατερὴν ὑ. Il.5.84, al.; κατὰ κρατερὰς ὑ. ib.200; ἐν σταδίῃ ὑ. 13.314; ἐν ὑ. δηϊοτῆτος 20.245; πρώτῃ ἐν ὑ. in the front of the fight, 15.340; ὑσμίνηνδε to the fight, 2.477; ὑσμίναν φέροντες B.12.144:—in Il.2.863, 8.56, we have a metaplast. Ep. dat. ὑσμῖνι as if from ὑσμίν or ὑσμίς. (Cf. Skt. yúdh fem. 'battle', yúdhyati 'fight'.)

Greek (Liddell-Scott)

ὑσμίνη: [ῑ], ἡ, Ἐπικ. ὄνομα, μάχη, ἀγών, κατὰ κρατερὴν ὑσμ. Ἰλ. Ε. 84, κλπ.· κατὰ κρατερὰς ὑσμ. αὐτόθι 200· ἐν σταδίῃ ὑσμ., Ν. 314· ἐν ὑσμ. δηιοτῆτος Υ. 245· πρώτῃ ἐν ὑσμ., ἐν τῇ πρώτῃ γραμμῇ τῆς μάχης, Ο. 340· ὑσμίνηνδε, εἰς τὴν μάχην, Β. 477· ― ἐν Β. 863, Θ. 56, ὑπάρχει κατὰ μεταπλασμὸν Ἐπικ. δοτ. ὑσμῖνι ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ὑσμὶν ἢ ὑσμίς. (Πρβλ. Σανσκρ. yudh, yudh-yè (pugno), yudh (pugnator), yudh-mas (pugna)· Ζενδ. yud (pugna).)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
combat, mêlée : ὑσμίνην ἀρτύνειν IL engager le combat ; πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ IL au premier rang des combattants.
Étymologie: cf. R. skr. Yudh « combattre ».

English (Autenrieth)

battle, conflict, combat; κρατερὴ ὑσμίνη, ὑσμίνη δηιότητος, Il. 2.40, Il. 20.245. —ὑσμίνηνδε, into the battle.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(επικ. τ.) αγώνας, μάχη («ὡς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑσμίνη μπορεί να αναχθεί στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας jeu-dh- με σημ. «κινούμαι έντονα, ζωηρά» και κατ' επέκταση «πολεμώ» —με την έννοια ότι η μάχη είναι ένα είδος ζωηρής κίνησης, ταραχής— και συνδέεται με αρχ. ινδ. yudhma- «πολεμιστής», yudh- «μάχη», λιθουαν. judu «κινούμαι», judus «εριστικός», λατ. jubeo «διατάζω, κάνω κάποιον να κινηθεί». Ο ελλ. τ. ὑσμίνη έχει προέλθει —με μετάβαση στη θεματική κλίση (πρβλ. ἀλκή: δοτ. ἀλκί)— από ένα αρχικό αθέματο ουσ., το οποίο απαντά μόνο στον τ. της δοτ. ὑσμῖνι και το οποίο έχει σχηματιστεί με το αρχαϊκό επίθημα -(μ)ις, -(μ)ινος (πρβλ. ῥηγ-μίς, στα-μίς) από έναν τ. ὑσμός (judh-s-mos), αντίστοιχο του αρχ. ινδ. yudh-ma «πολεμιστής» (η κατάλ. -σμος του ελλ. τ. αντί -μος είναι πιθ. αναλογική). Η λ. ὑσμίνη, τέλος, είναι παλαιός τ. της επικής και λυρικής ποίησης, με σημ. παρόμοια με τη σημ. τών λ. μάχη, πόλεμος και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της λ. ὅμιλος.

Greek Monotonic

ὑσμίνη: [ῑ], ἡ, αγώνας, πάλη, μάχη, σύγκρουση, σε Ομήρ. Ιλ.· κατά μεταπλασμό, Επικ. δοτ. ὑσμῖνι, όπως αν προερχόταν από τα ὑσμίν ή ὑσμίς, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑσμίνη: (ῑ) ἡ схватка, сражение, бой Hom., Hes.: πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ Hom. в первых рядах сражающихся.

Middle Liddell

ὑσμί¯νη, ἡ,
a fight, battle, combat, Il.; metaplast. epic dat. ὑσμῖνι as if from ὑσμίν or ὑσμίς, Il.

Frisk Etymology German

ὑσμίνη: {husmínē}
Forms: Dat. auch -ῖνι (μάχεσθαι [Versende] Β 863, Θ 56)
Grammar: f.
Meaning: Kampf, Schlacht (ep. lyr. seit Il.).
Derivative: Davon ὑσμιναταί m. pl. N. einer Phyle (Epid.).
Etymology : Altes, im Griech. isoliertes Reliktwort, mit Bildung wie ῥηγμιν-, σταμιν- u. a. (s. dd. und Schwyzer 465), wozu mit Übergang in die ā-Stämme ὑσμίνη (vgl. z.B. ἀλκή : ἀλκί und Egli Heteroklisie 12, Chantraine Gramm. hom. 1, 231). Das anzusetzende Grundwort *ὑσμός (mit anal. -σμο- für -μο-?; vgl. Schwyzer 493) stimmt zu aind. yudh-- m. Krieger, das zu yudh- f. Kampf gehört mit yúdh-ya-te kämpfen usw. nebst zahlreichen Verwandten in anderen Sprachen, z.B. lat. iubeō befehlen, lit. judė́ti sich bewegen, sich regen, sich rühren, judùs zanksüchtig usw. usw.; s. WP. 1, 203 f., Pok. 511 f., W.-Hofmann, Mayrhofer und Fraenkel s.vv. mit weiteren Formen und reicher Lit. — Von *ὑσμός vielleicht der PN Ὕσμων (Elis). Näheres über ὑσμίνη neben den jüngeren μάχη, πόλεμος u.a. bei Trümpy Fachausdrücke 162ff. m. Lit.
Page 2,974