νηφαλέος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(27)
(c2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηφαλέος]], -α, -ον (ΑΜ, Μ και νηφάλεος, -έα, -ον)<br /><b>1.</b> [[εγκρατής]] στο [[κρασί]], [[νηφάλιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πνευματική [[διαύγεια]], [[συνετός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηφαλέως</i> (ΑΜ)<br />με νηφάλιο τρόπο, με το [[μυαλό]] καθαρό, με [[σοβαρότητα]], [[ήσυχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί πιθ. [[άλλο]] τ. του [[νηφάλιος]] σχηματισμένο [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θαρρ</i>-<i>αλέος</i>). Λιγότερο πιθ. [[είναι]] η [[άποψη]] ότι η λ. παράγεται από το [[νήφω]].
|mltxt=[[νηφαλέος]], -α, -ον (ΑΜ, Μ και νηφάλεος, -έα, -ον)<br /><b>1.</b> [[εγκρατής]] στο [[κρασί]], [[νηφάλιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πνευματική [[διαύγεια]], [[συνετός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηφαλέως</i> (ΑΜ)<br />με νηφάλιο τρόπο, με το [[μυαλό]] καθαρό, με [[σοβαρότητα]], [[ήσυχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί πιθ. [[άλλο]] τ. του [[νηφάλιος]] σχηματισμένο [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θαρρ</i>-<i>αλέος</i>). Λιγότερο πιθ. [[είναι]] η [[άποψη]] ότι η λ. παράγεται από το [[νήφω]].
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':nhf£lioj, (nhf£leoj) 尼法利哦士<p>'''詞類次數''':形容詞(3)<p>'''原文字根''':(反)飲<p>'''字義溯源''':清醒的,有節制的,節制,禁酒的,適度的;源自([[νήφω]])*=禁戒酒)<p/>'''出現次數''':總共(3);提前(2);多(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 有節制(2) 提前3:2; 提前3:11;<p>2) 節制(1) 多2:2
}}
}}

Revision as of 21:00, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηφᾰλέος Medium diacritics: νηφαλέος Low diacritics: νηφαλέος Capitals: ΝΗΦΑΛΕΟΣ
Transliteration A: nēphaléos Transliteration B: nēphaleos Transliteration C: nifaleos Beta Code: nhfale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A = νηφάλιος, Hdn.Gr.2.908, al.; = σώφρων, Suid., cf. Max.Tyr.9.3, Agath.2.3, Sch.Il.23.398 (Sup.). Adv. -έως sanely, ξυντελέσαι δόμον Aret.SD1.6.

Greek (Liddell-Scott)

νηφᾰλέος: -α, -ον, = νηφάλιος, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 3. 10., 4. 3, κτλ., εὕρηται καὶ παρὰ μεταγεν., οἷον παρὰ τῷ Ἀγαθίᾳ. - Ἐπίρ. νηφαλέως, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.

English (Thayer)

(so st in bez νηφαλαιος), after a later form) and νηφάλιος (alone well attested (Hort)), νηφάλεον (in Greek authors generally of three term.; from νήφω), sober, temperate; abstaining from wine, either entirely (Josephus, Antiquities 3,12, 2) or at least from its immoderate use: Aeschylus and Plutarch, of things free from all infusion or addition of wine, as vessels, offerings, etc.)

Greek Monolingual

νηφαλέος, -α, -ον (ΑΜ, Μ και νηφάλεος, -έα, -ον)
1. εγκρατής στο κρασί, νηφάλιος
2. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, συνετός.
επίρρ...
νηφαλέως (ΑΜ)
με νηφάλιο τρόπο, με το μυαλό καθαρό, με σοβαρότητα, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. του νηφάλιος σχηματισμένο κατά τα επίθ. σε -αλέος (πρβλ. θαρρ-αλέος). Λιγότερο πιθ. είναι η άποψη ότι η λ. παράγεται από το νήφω.

Chinese

原文音譯:nhf£lioj, (nhf£leoj) 尼法利哦士

詞類次數:形容詞(3)

原文字根:(反)飲

字義溯源:清醒的,有節制的,節制,禁酒的,適度的;源自(νήφω)*=禁戒酒)

出現次數:總共(3);提前(2);多(1)

譯字彙編

1) 有節制(2) 提前3:2; 提前3:11;

2) 節制(1) 多2:2