διαμερισμός: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(c1) |
(cc1) |
||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':diamerismÒj 笛阿-姆里士摩士< | |sngr='''原文音譯''':diamerismÒj 笛阿-姆里士摩士<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':經過-分(著)<br />'''字義溯源''':分裂,紛爭,分爭;源自([[διαμερίζω]])=分開),由([[διά]])*=通過)與([[μερίζω]])=分開)組成;其中 ([[μερίζω]])出自([[μέρος]])=份或分享),而 ([[μέρος]])出自([[μείζων]])X*=分得的份)。同源字: ([[μερίζω]])分開。同義字: ([[διχοστασία]])分裂<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 分爭(1) 路12:51 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 3 October 2019
English (LSJ)
ὁ,
A division, Pl.Lg.771d, POxy.12vi 17, D.S.11.47, LXXEz.48.29 (pl.), J.AJ10.11.7. II dissension, Ev.Luc.12.51.
German (Pape)
[Seite 589] ὁ, 1) Vertheilung, D. Sic. 11, 47 u. Sp. – 2) Trennung, Uneinigkeit, Ggstz εἰρήνη, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
διαμερισμός: ὁ, διαίρεσις, Διόδ. 11. 47, Ἑβδ., Ἰώσηπ. Ι. Α. 10. 11, 7. ΙΙ. διαίρεσις, διαφωνία, ἀσυμφωνία, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 51.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 partage, distribution;
2 division.
Étymologie: διαμερίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I 1división, reparto c. gen. obj. τῶν φόρων D.S.11.47, εἰς αὐτοὺς (τοὺς διαδόχους) τῆς βασιλείας I.AI 10.274, sin gen. Μοίρας καλεῖσθαι ἀπὸ τοῦ κατ' αὐτὰς διαμερισμοῦ Κλωθὼ καὶ Λάχεσιν καὶ Ἄτροπον que las Moiras son así llamadas por su división en Cloto, Láquesis y Atropo, Placit.1.28.3
•partición de bienes, Poll.8.136.
2 división territorial c. gen. partit. ὁ τῆς πόλεως δ. la distribución urbana Pl.Lg.771d, αὕτη ἡ γῆ ... ταῖς φυλαῖς Ισραηλ, καὶ οὗτοι οἱ διαμερισμοὶ αὐτῶν ésta es la tierra para las tribus de Israel y éstas sus partes LXX Ez.48.29
•lugar, puesto en la πρόοδος de los seres, Iambl.Myst.2.1.
II fig. disensión παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ ... διαμερισμόν he venido a la tierra a traer la disensión, Eu.Luc.12.51.
English (Strong)
from διαμερίζω; disunion (of opinion and conduct): division.
English (Thayer)
διαμερισμου, ὁ (διαμερίζω), division;
1. a parting, distribution: Plato, legg. 6, p. 771d.; Diodorus 11,47; Josephus, Antiquities 10,11, 7; the Sept. disunion, dissension: opposite εἰρήνη, διαμερίζω, 1.
Greek Monolingual
ο (AM διαμερισμός) διαμερίζω
κατανομή, διανομή, διαμοιρασμός
αρχ.
ασυμφωνία, έχθρα.
Greek Monotonic
διαμερισμός: ὁ, διαχωρισμός, διαίρεση, διαφωνία, ασυμφωνία, διχόνοια, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
διαμερισμός: ὁ
1) раздел, распределение (δικαίως τόν διαμερισμὸν ποιεῖν Diod.);
2) раскол (οὐκ εἰρήνη, ἀλλὰ δ. NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμερισμός -οῦ, ὁ [διαμερίζω] verdeling:; ὁ τῆς πόλεως διαμερισμός de verdeling van de stad Plat. Lg. 771d; overdr. verdeeldheid:. παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ... διαμερισμόν ik ben gekomen om verdeeldheid te brengen op aarde NT Luc. 12.51.
Middle Liddell
διαμερισμός, ὁ, n [from διαμερίζω
division, dissension, NTest.
Chinese
原文音譯:diamerismÒj 笛阿-姆里士摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:經過-分(著)
字義溯源:分裂,紛爭,分爭;源自(διαμερίζω)=分開),由(διά)*=通過)與(μερίζω)=分開)組成;其中 (μερίζω)出自(μέρος)=份或分享),而 (μέρος)出自(μείζων)X*=分得的份)。同源字: (μερίζω)分開。同義字: (διχοστασία)分裂
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 分爭(1) 路12:51