доставлять: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 21:25, 13 October 2019
Russian > Greek
προξενέω, ἐμποιέω, ἐπιφέρω, ἐκπορίζω, πόρω, ἀλφάνω, κατακομίζω, ἐπιχορηγέω, συνεκπορίζω, προπέμπω, περιάπτω, περάπτω, συγχορηγέω, ἐξευρίσκω, ἀνακομίζω, ἀγκομίζω, πορθμεύω, διακομίζω, διαπορθμεύω, προϋποβάλλω, πορίζω, ἀγινέω, παρακομίζω, προσκομίζω, εἰσκομίζω, ἐσκομίζω, πράσσω, παραπέμπω, ἐργάζομαι, διαφορέω, ἐξευπορέω, συγκομίζω, κατανύω, κατανύτω, περιποιέω, κατερύω, κατειρύω