роковой: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἄσῳτος]], [[δύσφρων]], [[ἀποφράς]], [[δαιμόνιος]], [[δύσοιμος]], [[ἀτηρός]], [[οὖλος]], [[οὐλόμενος]], [[ὀλόμενος]], [[ἀπαίσιος]], [[κακόμοιρος]], [[ἀριστερός]], [[πολύπονος]], [[αἰανής]], [[αἴσιμος]], [[εἱμαρτός]], [[ἄνορμος]], [[δυσούριστος]], [[δύσνοστος]], [[δυσπάρευνος]], [[κακόποτμος]], [[σχέτλιος]], [[μοιρόκραντος]], [[ἄστολος]], [[ἐναίσιμος]], [[δύσορνις]], [[ἐπιμοίριος]], [[μοιρίδιος]], [[γονίας]], [[θανατόεις]], [[πολύστονος]], [[δυσώνυμος]] | |rueltext=[[μέλεος]], [[δυστάλας]], [[ἄσῳτος]], [[δύσφρων]], [[ἀποφράς]], [[δαιμόνιος]], [[δύσοιμος]], [[ἀτηρός]], [[οὖλος]], [[οὐλόμενος]], [[ὀλόμενος]], [[ἀπαίσιος]], [[κακόμοιρος]], [[ἀριστερός]], [[πολύπονος]], [[αἰανής]], [[αἴσιμος]], [[εἱμαρτός]], [[ἄνορμος]], [[δυσούριστος]], [[δύσνοστος]], [[δυσπάρευνος]], [[κακόποτμος]], [[σχέτλιος]], [[μοιρόκραντος]], [[ἄστολος]], [[ἐναίσιμος]], [[δύσορνις]], [[ἐπιμοίριος]], [[μοιρίδιος]], [[γονίας]], [[θανατόεις]], [[πολύστονος]], [[δυσώνυμος]], [[ἄδωρος]], [[μόρσιμος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 15 October 2019
Russian > Greek
μέλεος, δυστάλας, ἄσῳτος, δύσφρων, ἀποφράς, δαιμόνιος, δύσοιμος, ἀτηρός, οὖλος, οὐλόμενος, ὀλόμενος, ἀπαίσιος, κακόμοιρος, ἀριστερός, πολύπονος, αἰανής, αἴσιμος, εἱμαρτός, ἄνορμος, δυσούριστος, δύσνοστος, δυσπάρευνος, κακόποτμος, σχέτλιος, μοιρόκραντος, ἄστολος, ἐναίσιμος, δύσορνις, ἐπιμοίριος, μοιρίδιος, γονίας, θανατόεις, πολύστονος, δυσώνυμος, ἄδωρος, μόρσιμος