строить: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(7) |
(DvTab) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀνάγω]], [[ἐποικοδομέω]], [[ταξιόω]], [[ἐκποιέω]], [[ναυπηγέω]], [[δημιουργέω]], [[χειρουργέω]], [[κτίζω]], [[μηχανάω]], [[μηχανάομαι]], [[μηχανέομαι]], [[ἀραρίσκω]], [[διαχόω]], [[ἐντειχίζω]], [[τειχίζω]], [[οἰκίζω]], [[ἐπικτίζω]], [[διαπλέκω]], [[πλέκω]], [[τεκταίνομαι]], [[τεκταίνω]], [[αἴρω]], [[μετεωρίζω]], [[ῥυθμίζω]], [[σκηνάω]], [[σκηνέω]], [[σκηνόω]], [[ἐγκαθίζω]], [[ἐγκατίζω]], [[ἕζω]], [[συμπήγνυμι]], [[κατασκευάζω]], [[οἰκοδομέω]], [[ἐνδέμω]], [[κοσμέω]], [[στέλλω]], [[ἐνοικοδομέω]], [[συντεκταίνομαι]], [[ἐγκατοικοδομέω]], [[τεύχω]], [[δέμω]], [[εἰσιδρύω]], [[ἐσιδρύω]], [[κασσύω]], [[καττύω]], [[ἐξυφαίνω]] | |rueltext=[[ἀνάγω]], [[ἐγείρω]], [[ναίω]], [[ἀποδείκνυμι]], [[ἐξάγω]], [[πήγνυμι]], [[συναρμόζω]], [[ζεύγνυμι]], [[ἐποικοδομέω]], [[ταξιόω]], [[ἐκποιέω]], [[ναυπηγέω]], [[δημιουργέω]], [[χειρουργέω]], [[κτίζω]], [[μηχανάω]], [[μηχανάομαι]], [[μηχανέομαι]], [[ἀραρίσκω]], [[διαχόω]], [[ἐντειχίζω]], [[τειχίζω]], [[οἰκίζω]], [[ἐπικτίζω]], [[διαπλέκω]], [[πλέκω]], [[τεκταίνομαι]], [[τεκταίνω]], [[αἴρω]], [[μετεωρίζω]], [[ῥυθμίζω]], [[σκηνάω]], [[σκηνέω]], [[σκηνόω]], [[ἐγκαθίζω]], [[ἐγκατίζω]], [[ἕζω]], [[συμπήγνυμι]], [[κατασκευάζω]], [[οἰκοδομέω]], [[ἐνδέμω]], [[κοσμέω]], [[στέλλω]], [[ἐνοικοδομέω]], [[συντεκταίνομαι]], [[ἐγκατοικοδομέω]], [[τεύχω]], [[δέμω]], [[εἰσιδρύω]], [[ἐσιδρύω]], [[κασσύω]], [[καττύω]], [[ἐξυφαίνω]], [[ἐργάζομαι]], [[ἐξεργάζομαι]], [[τάσσω]], [[συντάσσω]], [[ὑφαίνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀνάγω, ἐγείρω, ναίω, ἀποδείκνυμι, ἐξάγω, πήγνυμι, συναρμόζω, ζεύγνυμι, ἐποικοδομέω, ταξιόω, ἐκποιέω, ναυπηγέω, δημιουργέω, χειρουργέω, κτίζω, μηχανάω, μηχανάομαι, μηχανέομαι, ἀραρίσκω, διαχόω, ἐντειχίζω, τειχίζω, οἰκίζω, ἐπικτίζω, διαπλέκω, πλέκω, τεκταίνομαι, τεκταίνω, αἴρω, μετεωρίζω, ῥυθμίζω, σκηνάω, σκηνέω, σκηνόω, ἐγκαθίζω, ἐγκατίζω, ἕζω, συμπήγνυμι, κατασκευάζω, οἰκοδομέω, ἐνδέμω, κοσμέω, στέλλω, ἐνοικοδομέω, συντεκταίνομαι, ἐγκατοικοδομέω, τεύχω, δέμω, εἰσιδρύω, ἐσιδρύω, κασσύω, καττύω, ἐξυφαίνω, ἐργάζομαι, ἐξεργάζομαι, τάσσω, συντάσσω, ὑφαίνω