чистый: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(8) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἄτρυγος]], [[ἄκρατος]], [[ἄκρητος]], [[ἀμιγής]], [[ἀκέραιος]], [[ἑφθός]], [[εὔπνοος]], [[εὔπνους]], [[παρθένιος]], [[παρθένος]], [[καλός]], [[ἀνόμιχλος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἄχραντος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀμυσχρός]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἄβατος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀκηράσιος]], [[χαλίκρατος]], [[χαλίκρητος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀτελής]], [[σώφρων]], [[σαόφρων]], [[σύγχροος]], [[σύγχρους]], [[πάνεφθος]], [[ἁπλόος]], [[ἁπλοῦς]], [[λαμπρός]], [[φανός]], [[λευκός]], [[ἀσόλοικος]], [[λεπταλέος]], [[πιστικός]], [[ὅσιος]], [[εὐπλυνής]], [[ἐϋπλυνής]], [[εἰλικρινής]], [[εἱλικρινής]], [[καθαρός]], [[ἁγνός]], [[εὔζωρος]], [[καθάριος]], [[ἰθαρός]], [[φοῖβος]], [[αἴθριος]], [[εὐαγής]] | |rueltext=[[πρῶτος]], [[ἄτρυγος]], [[ἄκρατος]], [[ἄκρητος]], [[ἀμιγής]], [[ἀκέραιος]], [[ἑφθός]], [[εὔπνοος]], [[εὔπνους]], [[παρθένιος]], [[παρθένος]], [[καλός]], [[ἀνόμιχλος]], [[ἀθόλωτος]], [[ἄχραντος]], [[ἀμίαντος]], [[ἀμυσχρός]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἄβατος]], [[ἀπαράχυτος]], [[ἀκηράσιος]], [[χαλίκρατος]], [[χαλίκρητος]], [[ἀκήρατος]], [[ἀτελής]], [[σώφρων]], [[σαόφρων]], [[σύγχροος]], [[σύγχρους]], [[πάνεφθος]], [[ἁπλόος]], [[ἁπλοῦς]], [[λαμπρός]], [[φανός]], [[λευκός]], [[ἀσόλοικος]], [[λεπταλέος]], [[πιστικός]], [[ὅσιος]], [[εὐπλυνής]], [[ἐϋπλυνής]], [[εἰλικρινής]], [[εἱλικρινής]], [[καθαρός]], [[ἁγνός]], [[εὔζωρος]], [[καθάριος]], [[ἰθαρός]], [[φοῖβος]], [[αἴθριος]], [[εὐαγής]], [[ζωρός]], [[εὐαγής]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 15 October 2019
Russian > Greek
πρῶτος, ἄτρυγος, ἄκρατος, ἄκρητος, ἀμιγής, ἀκέραιος, ἑφθός, εὔπνοος, εὔπνους, παρθένιος, παρθένος, καλός, ἀνόμιχλος, ἀθόλωτος, ἄχραντος, ἀμίαντος, ἀμυσχρός, ἀδιάφθορος, ἄβατος, ἀπαράχυτος, ἀκηράσιος, χαλίκρατος, χαλίκρητος, ἀκήρατος, ἀτελής, σώφρων, σαόφρων, σύγχροος, σύγχρους, πάνεφθος, ἁπλόος, ἁπλοῦς, λαμπρός, φανός, λευκός, ἀσόλοικος, λεπταλέος, πιστικός, ὅσιος, εὐπλυνής, ἐϋπλυνής, εἰλικρινής, εἱλικρινής, καθαρός, ἁγνός, εὔζωρος, καθάριος, ἰθαρός, φοῖβος, αἴθριος, εὐαγής, ζωρός, εὐαγής