περισπούδαστος: Difference between revisions
ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perispoydastos | |Transliteration C=perispoydastos | ||
|Beta Code=perispou/dastos | |Beta Code=perispou/dastos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">much sought after, much desired</b>, <span class="bibl">Theopomp.Hist.114</span> ; <b class="b3">ἔνδοξον καὶ π</b>. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Rh.</span>7.3</span>, cf. Muson.<span class="title">Fr.</span>18 <span class="title">B</span>p.104 H.(Comp.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>38</span>, Men. Rh.<span class="bibl">p.366S.</span>, etc.; τινι | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">much sought after, much desired</b>, <span class="bibl">Theopomp.Hist.114</span> ; <b class="b3">ἔνδοξον καὶ π</b>. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Rh.</span>7.3</span>, cf. Muson.<span class="title">Fr.</span>18 <span class="title">B</span>p.104 H.(Comp.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>38</span>, Men. Rh.<span class="bibl">p.366S.</span>, etc.; τινι [[by]] one, <span class="bibl">M.Ant.5.36</span>, Gal.6.519, <span class="bibl">Hdn.6.8.4</span>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Comm.Math.</span>26</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">diligent, eager</b>, PMasp.20ii 11 (vi A. D.). Adv. -τως <b class="b2">with due care</b>, <span class="bibl">Phylarch.30</span> J., <span class="bibl">Ath.4.164b</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:30, 28 June 2020
English (LSJ)
ον,
A much sought after, much desired, Theopomp.Hist.114 ; ἔνδοξον καὶ π. D.H.Rh.7.3, cf. Muson.Fr.18 Bp.104 H.(Comp.), Luc.Tim.38, Men. Rh.p.366S., etc.; τινι by one, M.Ant.5.36, Gal.6.519, Hdn.6.8.4, Iamb.Comm.Math.26, etc. 2 diligent, eager, PMasp.20ii 11 (vi A. D.). Adv. -τως with due care, Phylarch.30 J., Ath.4.164b.
German (Pape)
[Seite 592] sehr eifrig betrieben, gewünscht, Luc. Tim. 38 u. oft, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περισπούδαστος: -ον, περιζήτητος, λίαν ποθεινός, Φύλαρχ. 30, Λουκ. Τίμ. 38. κτλ.· τινι Ἡρῳδιαν. 6. 8. Γαλην. τ. 6, σ. 519, 25. ― Ἐπίρρ. -τως, ἐπιμελῶς, Ἀθήν. 164Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recherché avec empressement.
Étymologie: περί, σπουδάζω.
Greek Monolingual
-η, -ο / περισπούδαστος, -ον, ΝΜΑ περισπουδάζω
νεοελλ.
1. ο άξιος πολλής σπουδής και μελέτης, πολύ αξιόλογος, πολύ σημαντικός, μνημειώδης («περισπούδαστο σύγγραμμα»)
2. αυτός που γίνεται με πολλή σοβαρότητα, που φανερώνει πολλή μελέτη, βαθυστόχαστος
3. βαθύς, βαθυστόχαστος, εμβριθής
μσν.-αρχ.
αυτός που επιδιώκεται με μεγάλη σπουδή, πολύ επιθυμητός, περιπόθητος, περιζήτητος («ἀοίδιμος δι' ἐμὲ ἦσθα καὶ περισπούδαστος», Λουκιαν.)
αρχ.
πρόθυμος σε κάτι.
επίρρ...
περισπουδάστως ΝΜΑ και περισπούδαστα Ν
νεοελλ.
με πολλή σπουδή και σοβαρότητα, βαθυστόχαστα
μσν.-αρχ.
με την φροντίδα και την επιμέλεια που πρέπει.
Greek Monotonic
περισπούδαστος: -ον (σπουδάζω), εξαιρετικά περιζήτητος, ιδιαίτερα ποθητός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περισπούδαστος: желанный, вожделенный (ἀγώνισμα Plut.; περίβλεπτος καὶ π. Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σπούδαστος -ον zeer begeerd.
Middle Liddell
περι-σπούδαστος, ον, σπουδάζω
much sought after, much desired, Luc.