προσηγορικός: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosigorikos | |Transliteration C=prosigorikos | ||
|Beta Code=proshgoriko/s | |Beta Code=proshgoriko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for addressing</b>, <b class="b3">π. ὄνομα</b>,= Lat. [[praenomen]], opp. [[nomen]] (τὸ συγγενικόν), <span class="bibl">D.H.3.65</span>,<span class="bibl">4.1</span>; also,= [[cognomen]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Gramm., <b class="b3">τὰ π</b>. [[appellatives]], opp. <b class="b3">τὰ ὀνοματικά</b>, <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>2</span>, etc.; <b class="b3">ὄνομα κύριον ἢ π</b>. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>120.23</span>, cf. <span class="bibl">D.T.636.9</span>; <b class="b3">τὰ ἁπλᾶ π</b>. <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Stat.</span>1</span>; <b class="b3">περὶ τῶν π</b>., title of work by Chrysippus, <span class="bibl">D.L. 7.192</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[by]] one's <b class="b2">common name</b>, <span class="bibl">Ph.1.150</span>; <b class="b3">τὰ π. ἄρμενα καλούμενα</b> [[vulgarly]] called 'tackle', Gal.18(2).717.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:10, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for addressing, π. ὄνομα,= Lat. praenomen, opp. nomen (τὸ συγγενικόν), D.H.3.65,4.1; also,= cognomen, Plu.Mar.1. II Gramm., τὰ π. appellatives, opp. τὰ ὀνοματικά, D.H. Comp.2, etc.; ὄνομα κύριον ἢ π. A.D.Adv.120.23, cf. D.T.636.9; τὰ ἁπλᾶ π. Hermog.Stat.1; περὶ τῶν π., title of work by Chrysippus, D.L. 7.192. Adv. -κῶς by one's common name, Ph.1.150; τὰ π. ἄρμενα καλούμενα vulgarly called 'tackle', Gal.18(2).717.
German (Pape)
[Seite 764] 1) anredend, begrüßend. – 2) benennend, τὸ π. ὄνομα, Zunamen, D. Hal. 3, 65.
Greek (Liddell-Scott)
προσηγορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς προσηγορίαν, πρ. ὄνομα λατ. praenomen, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ nomen (τὸ συγγενικόν), «Σερούιος αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» Διον. Ἁλ. 3. 65· «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῖτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος» 70., 4. 1· ὡσαύτως καὶ = τῷ cognomen, Πλουτ. Μάρ. 1. ΙΙ. ὄνομα πρ., = προσηγορία ΙΙ. 2, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ κοινοῦ ὀνόματός τινος, Φίλων. 1. 150.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν ὄνομα, surnom.
Étymologie: προσήγορος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προσηγορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προσήγορος
φρ. «προσηγορικά ονόματα» ή απλώς «τα προσηγορικά»
γραμμ. ουσιαστικά που σημαίνουν σύνολο προσώπων, ζώων ή πραγμάτων του ίδιου είδους, λ.χ. άνθρωπος, γάτα, ποτάμι, τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. ζωή, χαρά, ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. νερό, φως, φεγγάρι, κόλαση
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσηγορία, στην προσωνυμία, στην ονομασία (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῑτο τὸ κοινὸν ὄνομα καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος», Διον. Αλ.)
αρχ.
παρωνύμιο, παρατσούκλι («προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς φύσεις ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῦ σώματος εἴδη καὶ πάθη τίθεσθαι», Πλούτ.).
επίρρ...
προσηγορικῶς Μ
με απλή ονομασία, απλώς ονομάζοντας, σε αντιδιαστολή προς τους όρους κυρίως ή αληθώς («τὰ ἀλληγορικῶς ἢ προσηγορικῶς ἢ μεταφορικῶς ἢ ὁμωνύμως λεγόμενα, οὐ χρὴ εἰς δόγματος ἀκρίβειαν παραλαμβάνειν», Δίδυμ.).
Greek Monotonic
προσηγορικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε προσφώνηση, προσηγορικὸν ὄνομα, το Ρωμαϊκό praenomen ή επώνυμο, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσηγορικός -ή -όν [προσηγορία] om aan te spreken, ook cognomen; Plut. Mar. 1.5; gramm.. τὰ προσηγορικά (zelfstandige) naamwoorden.
Middle Liddell
προσηγορικός, ή, όν [from προσηγορέω
of or for addressing, πρ. ὄνομα the Roman praenomen or cognomen, Plut.