ἄληπτος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aliptos | |Transliteration C=aliptos | ||
|Beta Code=a)/lhptos | |Beta Code=a)/lhptos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">not to be laid hold of, hard to catch</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>16</span>, <span class="bibl">Poll.5.169</span>, etc.; ἄ. τοῖς ἐχθροῖς <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>5.8.11</span>: in Comp. ἀληπτότερος <span class="bibl">Th.1.37</span>, <span class="bibl">82</span>, <span class="bibl">143</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">not to be laid hold of, hard to catch</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sert.</span>16</span>, <span class="bibl">Poll.5.169</span>, etc.; ἄ. τοῖς ἐχθροῖς <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>5.8.11</span>: in Comp. ἀληπτότερος <span class="bibl">Th.1.37</span>, <span class="bibl">82</span>, <span class="bibl">143</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[incomprehensible]], Phld.<span class="title">Mus.</span>p.54K., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Nic.</span>11</span>, al. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> in Stoic philos., <b class="b3">ἄληπτα, τά</b>, things <b class="b2">not to be made matter of choice</b>, opp. <b class="b3">ληπτά</b>, <span class="title">Stoic.</span>3.34.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:20, 29 June 2020
English (LSJ)
ον,
A not to be laid hold of, hard to catch, Plu.Sert.16, Poll.5.169, etc.; ἄ. τοῖς ἐχθροῖς J.AJ5.8.11: in Comp. ἀληπτότερος Th.1.37, 82, 143. II incomprehensible, Phld.Mus.p.54K., Plu.Nic.11, al. III in Stoic philos., ἄληπτα, τά, things not to be made matter of choice, opp. ληπτά, Stoic.3.34.
German (Pape)
[Seite 95] 1) unnehmbar, unbesiegbar, Thuc. 1, 82. 143; öfter Plut., nicht zu fangen, Crass. 18. – 2) unbegreiflich, λογισμῷ Plut. Nic. 11. Bei den Stoikern τὰ ἄληπτα, die unannehmbaren Dinge.
Greek (Liddell-Scott)
ἄληπτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ λάβῃ, πιάσῃ, δύσληπτος, Πλούτ., κτλ. ― συγκριτ. ἀληπτότερος, ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν, ἀπροσβλητότεροι, μᾶλλον ἐξησφαλισμένοι ἀπὸ τῶν προσβολῶν τῶν ἄλλων, Θουκ. 1. 37, 82, 143. ΙΙ. ἀκατάληπτος, ἀκατανόητος, Πλουτ. Νικ. 11, καὶ ἀλλ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Στωϊκῇ Φιλοσοφίᾳ ἄληπτα λέγονται τὰ ἀπαράδεκτα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ληπτά.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 imprenable;
2 fig. incompréhensible.
Étymologie: ἀ, ληπτός.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1gener. de seres vivos incapturable, inatacable, invencible ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν τοῖς πέλας cuanto más difícilmente atacables eran por sus vecinos Th.1.37, cf. 1.82, 143, (ὁ Σαμψὼν) ἄληπτός ἐστιν τοῖς ἐχθροῖς (Sansón) es invencible para sus enemigos I.AI 5.307, ἄνδρες ... ἄληπτοι δὲ φεύγοντες Plu.Crass.18, ἐκείνους ἀλήπτους ἑώρα ὄντας D.C.40.36.5, ἐχῖνος ... ἄληπτον ἐργάζεται el erizo se hace incapturable Ael.NA 6.54, pero πέτραν ἄληπτον δοκοῦσαν εἶναι una roca que parecía inatacable Plu.2.181c.
2 gener. de abstractos incomprensible, inasible ἀλήπτους ... εἶναι τὰς αἰτίας συμβαίνει Plb.36.17.12, cf. Phld.Mus.76.5v.K., Procl.in Ti.1.430.9, πολλὰ τῶν ἁθρόως ἀλήπτων muchas de las cosas inasibles en su conjunto Plu.Sert.16, λόγῳ δυσθεώρητος, αἰσθήσει δ' ἄληπτος (ἡ φύσις) Plu.2.1118d, ἡ τύχη ... ἄληπτον λογισμῷ la Fortuna es incomprensible para la razón Plu.Nic.11, μὴ ... ἄληπτον εἶναι τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ' ἐφ' ὅσον ἱκνεῖται ὁ ἀνθρώπινος λόγος ληπτὴν ὑπάρχειν que no es inaprensible la verdad, sino que en cuanto alcanza la humana razón es captable S.E.M.7.124, τὸ ἄογκον ἄληπτον lo inmaterial es inaprensible Porph.Sent.27, cf. ἀληπτότερος ... ὁ λόγος Porph.in Harm.80.13, pero (οἱ θεοὶ) ἄληπτοι ἀριθμῷ (los dioses) son incontables Max.Tyr.11.12, cf. Poll.5.169.
3 entre los estoicos inaceptable πάντα δὲ τὰ κατὰ φύσιν ληπτὰ εἶναι καὶ πάντα τὰ παρὰ φύσιν ἄληπτα todo lo conforme a natura es aceptable y todo lo contra natura (πλοῦτος, δόξα) inaceptable Chrysipp.Stoic.3.34.
4 irreprochable βίος Cyr.Al.Luc.1.201.
II adv. -ως
1 ἀ. ἔχειν ser inexpugnable Cyr.Al.M.71.833B.
2 exacta, correctamente Origenes Io.20.14
•irreprochablemente Chrys.M.61.115, ἀλήπτως· ἀκαταγνώστως Hsch.
Greek Monolingual
ἄληπτος, -ον (Α) λαμβάνω
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον νικήσει ή να τον πιάσει, ακατάβλητος, ασύλληπτος
2. ακατάληπτος, ακατανόητος
3. (στη στωική φιλοσοφία) (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άληπτα
τα απαράδεκτα, σε αντίθ. προς τα ληπτά.
Greek Monotonic
ἄληπτος: -ον, I. δύσληπτος, αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τον πιάσει, σε Πλούτ.· συγκρ. ἀληπτότερος, λιγότερο προσβλητός, απρόσβλητος, σε Θουκ.
II. απαράδεκτος, ακατανόητος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄληπτος:
1) неприступный, неодолимый (νησιῶται Thuc.; πέτρα Plut.);
2) неуловимый (φεύγοντες Plut.);
3) непостижимый (αἰσθήσει, λογισμῷ Plut.).
Middle Liddell
I. not to be laid hold of, hard to catch, Plut.; comp. ἀληπτότερος less amenable, Thuc.
II. incomprehensible, Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄληπτος -ον [ἀ-, λαμβάνω niet te pakken te krijgen, niet te vangen; ook overdr.. ἄληπτον λογισμῷ onberekenbaar Plut. Nic. 11.9.