ἐξυπτιάζω: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksyptiazo | |Transliteration C=eksyptiazo | ||
|Beta Code=e)cuptia/zw | |Beta Code=e)cuptia/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[turn]] a person <b class="b2">quite on the back</b>, <b class="b3">ὄμμα</b> (<b class="b3">ὄνομα</b> codd.) [[throw]] his eyes [[upwards]] or [[backwards]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>577</span>; <b class="b3">ἐ. ἑαυτόν</b> <b class="b2">throwing back</b> his head haughtily, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cat.</span>16</span>: abs., <span class="bibl">Id.<span class="title">Gall.</span>12</span>, <span class="bibl"><span class="title">Herc.</span>3</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ind.</span>21</span>:— Med., <b class="b3">ἐξυπτιάζεσθαι τὴν κεφαλήν</b> [[throw]] it [[back]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>106</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> intr., <b class="b2">lie back</b>, of the horns of wild cattle, <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>499a7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:25, 29 June 2020
English (LSJ)
A turn a person quite on the back, ὄμμα (ὄνομα codd.) throw his eyes upwards or backwards, A.Th.577; ἐ. ἑαυτόν throwing back his head haughtily, Luc.Cat.16: abs., Id.Gall.12, Herc.3, Ind.21:— Med., ἐξυπτιάζεσθαι τὴν κεφαλήν throw it back, Arist.Fr.106. II intr., lie back, of the horns of wild cattle, Id.HA499a7.
German (Pape)
[Seite 890] sich zurückbeugen; κέρατα ἐξυπτιάζοντα Arist. H. A. 2, 1; πρὸς τὸ. ἐναντίον τῆς ἀγωγῆς ἐξυπτιάζοντες, gegen das Ziehen sich stemmen u. zurücklegen, Luc. Hercul. 3; ἑαυτόν, sich in die Brust werfen, Catapl. 16; εἰκὼν ἐξυπτιαζομένη im Ggstz von ἐπινευομένη Sext. Emp. Pyrrh. 1, 120; ἐξυπτιάζονται τὴν κεφαλήν, im Ggstz von ἐπὶ πρόσωπον φέρεσθαι Arist. Ath. I, 44 b. – Dunkel ist Aesch. Spt. 559 ἐξυπτιάζων ὄνομα Πολυνείκους βίαν, vielleicht ὄμμα, das Auge zurückwendend zu Polynices' Kraft.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυπτιάζω: κλίνω τι πρὸς τὰ ὀπίσω ἢ ἀνυψῶ, Λατ. resupinare, ἐς πατρὸς μόρον ἐξυπτιάζων ὄμμα, ἀνυψῶν τὸ ἑαυτοῦ βλέμμα διὰ τὴν τύχην τοῦ πατρὸς αὐτοῦ (τοῦ Οἰδίποδος), Αἰσχύλ. Θήβ. 577 (οὕτως ὁ Schütz ἀντὶ ὄνομα, ὅπερ προφανῶς ὁ ἀντιγραφεὺς ἔγραψεν ἀπατηθεὶς ἐκ τῆς λέξεως τοῦ τοὔνομ’ ἐν τῷ ἀκολούθῳ στίχῳ)˙ σεμνῶς προβαίνων καὶ ἑαυτὸν ἐξυπτιάζων, καὶ κλίνων τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ὀπίσω ὑπερηφάνως, Λουκ. Κατάπλ. 16˙ καὶ ἀπολ. (παραλειπομένου τοῦ ἑαυτόν), ἐξήλαυνον ἐπὶ λευκοῦ ζεύγους, ἐξυπτιάζων, περίβλεπτος ἅπασι τοῖς ὁρῶσι ὁ αὐτ. ἐν Ὀνείρῳ ἢ Ἀλεκτρ. 12˙ πρὸς τὸ ἐναντίον τῆς ἀγωγῆς ἐξυπτιάζοντες ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλεῖ 3˙ προῄεις ἐξυπτιάζων ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 21, Κλήμ. Ἀλ. 296: - Οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, ἐξυπτιάζεσθαι τὴν κεφαλήν, κλίνειν αὐτὴν πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀριστ. Ἀποσπ. 101. ΙΙ. ἀμεταβ., κάμπτομαι ἢ κλίνω πρὸς τὰ ὀπίσω, περὶ τῶν κεράτων τῶν ἱππελάφων, τὰ δὲ κέρατα ἐξυπτιάζοντα ἔχουσι μᾶλλον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 22.
French (Bailly abrégé)
1 tr. renverser en arrière;
2 intr. se renverser ou être renversé en arrière.
Étymologie: ἐξ, ὑπτιάζω.
Greek Monolingual
ἐξυπτιάζω (AM)
μσν.
ξαπλώνω στην ύπτια θέση
αρχ.
1. λυγίζω, γυρίζω κάτι προς τα πίσω
2. (για τα μάτια) στρέφω τα μάτια μου σε μια κατεύθυνση
3. (για κέρατα ζώων) γυρίζω προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + υπτιάζω «λυγίζω προς τα πίσω»].
Greek Monotonic
ἐξυπτιάζω: μέλ. -σω, αναποδογυρίζω, Λατ. resupinare, σε Αισχύλ.· ἐξ. ἑαυτόν, γέρνω το κεφάλι προς τα πίσω με υπεροψία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξυπτιάζω:
1) откидывать или отклонять назад (med. τὴν κεφαλήν Arst.; ἡ εἰκὼν ἐξυπτιαζομένη Sext.): ἐ. ἑαυτόν Luc. надменно откинуться, гордо закинуть голову; ἐ. ὄμμα Aesch. поднять или отвратить взоры;
2) откидываться назад (πρὸς τὸ ἐναντίον Luc.);
3) загибаться назад (ἐξυπτιάζοντα κέρατα Arst.).
Middle Liddell
fut. σω
to turn upside down, Lat. resupinare, Aesch.; ἐξ. ἑαυτόν throwing back his head haughtily, Luc.