ἰατρικός: Difference between revisions
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iatrikos | |Transliteration C=iatrikos | ||
|Beta Code=i)atriko/s | |Beta Code=i)atriko/s | ||
|Definition=Ion. ἰητρ-, ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Ion. ἰητρ-, ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for an</b> ἰατρός, καρκίνος <span class="title">IG</span>22.47.16 (iv B.C.): <b class="b3">-ικόν</b> (sc. <b class="b3">τέλος</b>), τό, tax <b class="b2">for maintenance of doctor</b>, <span class="title">SIG</span>437 (Delph., iii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.371</span>,<span class="bibl">388</span> (iii B.C.); so perh. τὰ ἰατρικά <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>36.4</span>, <span class="bibl">13</span> (iii B.C.); but <b class="b3">-ικόν, τό</b>, Milit., <b class="b2">medical corps</b>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>2.1</span>: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>), <b class="b2">surgery, medicine</b>, <span class="bibl">Hdt.2.84</span>, <span class="bibl">3.129</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>1</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>478b</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>221</span>, etc. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <b class="b2">in medical terms</b>, ἐκφέρεσθαι <span class="bibl">Phld. <span class="title">Po.</span>5.29</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">skilled in the medical art</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>455e</span>, etc.; <b class="b3">ἰ. ἐκ τῶν συγγραμμάτων γίνεσθαι</b> by rule, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1181b2</span>, etc.: Comp. <b class="b3">-ώτερος</b> ib.<span class="bibl">1097a10</span>; -ώτερον τῶν ἰατρικῶν Phld.<span class="title">Mus.</span>p.6 K.: Sup. -ώτατος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>186d</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Protr.</span>10</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Alex.124.13</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., ἰ. περὶ τὴν ψυχήν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>313e</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> of drugs, [[efficacious]], φάρμακα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>16</span> (Sup.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b3">ἰατρικός</b> (sc. <b class="b3">δάκτυλος</b>), ὁ, [[forefinger]], PLond.1821.300.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:35, 29 June 2020
English (LSJ)
Ion. ἰητρ-, ή, όν,
A of or for an ἰατρός, καρκίνος IG22.47.16 (iv B.C.): -ικόν (sc. τέλος), τό, tax for maintenance of doctor, SIG437 (Delph., iii B.C.), PSI4.371,388 (iii B.C.); so perh. τὰ ἰατρικά PCair.Zen.36.4, 13 (iii B.C.); but -ικόν, τό, Milit., medical corps, Arr.Tact.2.1: ἡ -κή (sc. τέχνη), surgery, medicine, Hdt.2.84, 3.129, Hp.VM1, Pl.Grg.478b, Epicur.Fr.221, etc. Adv. -κῶς in medical terms, ἐκφέρεσθαι Phld. Po.5.29, etc. II skilled in the medical art, Pl.R.455e, etc.; ἰ. ἐκ τῶν συγγραμμάτων γίνεσθαι by rule, Arist.EN1181b2, etc.: Comp. -ώτερος ib.1097a10; -ώτερον τῶν ἰατρικῶν Phld.Mus.p.6 K.: Sup. -ώτατος Pl.Smp.186d, Gal.Protr.10. Adv. -κῶς Alex.124.13, etc. 2 metaph., ἰ. περὶ τὴν ψυχήν Pl.Prt.313e. 3 of drugs, efficacious, φάρμακα Hp.Ep.16 (Sup.). III ἰατρικός (sc. δάκτυλος), ὁ, forefinger, PLond.1821.300.
German (Pape)
[Seite 1234] ion. ἰητρικός, den Arzt betreffend; Hippocr.; λόγοι Plat. Rep. X, 599 c; in der Arzneikunde erfahren, ibd., περὶ τὴν ψυχήν Prot. 313 e; γυνὴ ἰατρική Rep. V, 455 e; – ἡ ἰατρική, sc. τέχνη, Arzneikunst, Gorg. 449 e u. öfter; ἡ ἰητρική Her. 2, 84. 3, 129; – φάρμακα, heilend, Plat. Crat. 405 a; – superl. ἰατρικώτατος, Conv. 186 d. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτρικός: Ἰων. ἰητρ-, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἰατρόν, Ἱππ. Ἐπιστ. 1279, κλ. ― ἡ ἰατρική (δηλ. τέχνη), ὡς παρ᾿ ἡμῖν, Ἡρόδ. 2. 84., 3. 129, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, Πλάτ., Πολυδ. Δ΄, 177, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 13. ΙΙ. ἔμπειρος ἐν τῇ ἰατρικῇ ἐπιστήμῃ, Πλάτ. Πολ. 455Ε, κλ.· ἰ. γίνεσθαι ἐκ τῶν συγγραμμάτων, δηλ. κατὰ κανόνας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 21, κλ. ― Συγκρ. -ώτερος, αὐτόθι 1. 6, 16. 2) μεταφ., ἰ. περὶ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πρωτ. 312Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les médecins ou la médecine ; ἡ ἰατρική (τέχνη), l’art de guérir, la médecine;
2 propre ou habile à guérir;
Cp. ἰατρικώτερος, Sp. ἰατρικώτατος.
Étymologie: ἰατρός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἰατρικός, -ή, -όν, Α ιων. τ. ἰητρικός) ιατρός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γιατρό («ιατρικός σύλλογος»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ιατρική
η επιστήμη που έχει αντικείμενο τη διατήρηση της υγείας και τη θεραπεία τών νόσων
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το ιατρικό
το γιατρικό, φάρμακο που θεραπεύει ή ανακουφίζει από σωματικό ή ψυχικό πόνο
2. φρ. «ιατρικό συμβούλιο» — συμβούλιο ιατρών που συγκαλείται σε περιπτώσεις σοβαρής κατάστασης ενός ασθενούς, επικίνδυνης εξέλιξης της νόσου ή δυσχερούς διάγνωσής της
αρχ.
1. ο έμπειρος στην ιατρική επιστήμη («γυνὴ ὶατρική», Πλάτ.)
2. αυτός που μπορεί να θεραπεύσει, να απαλλάξει από κάτι («περὶ τὴν ψυχὴν... ἰατρικὸς ὤν», Πλάτ.)
3. (για φάρμακο) ο κατάλληλος για θεραπεία
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰατρικόν
α) φόρος για τη συντήρηση τών γιατρών
β) το σύνολο τών γιατρών, το ιατρικό σώμα
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰατρικός (ενν. δάκτυλος)
ο δείκτης.
επίρρ...
ιατρικώς και -ά (Α ἰατρικῶς)
νεοελλ.
από ιατρική άποψη
αρχ.
1. με ιατρικούς όρους («ἰατρικῶς ἐκφέρεσθαι», Φιλόδ.)
2. με εμπειρία στην ιατρική.
Greek Monotonic
ἰᾱτρικός: Ιων. ἰητρικός, -ή, -όν (ἰατρός)·
I. αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται στον γιατρό· ἡ ἰατρική (ενν. τέχνη), ιατρική (ως επιστήμη), σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
II. έμπειρος στην ιατρική επιστήμη, σε Πλάτ.· μεταφ., ἰατρικὸς περὶ τὴν ψυχήν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰᾱτρικός: (ῑᾱ)
1) врачебный, лечебный (τὰ ὄργανα Plat.; τέχνη Arst.; σμιλίον Plut.);
2) касающийся врачевания, (λόγοι Plat.; νόμος Plut.);
3) сведущий в искусстве врачевания, умеющий лечить (γυνή Plat.; Ἀχιλλεύς Plut.): ἰ. περὶ τὴν ψυχήν Plat. умеющий исцелять душевные недуги;
4) целительный, целебный (φάρμακα Plat.; βοτάναι, δύναμις Arst.).
Middle Liddell
ἰατρός
I. of or for a surgeon: — ἡ -κή (sc. τέχνἠ, surgery, medicine, Hdt., Plat., etc.
II. skilled in the medical art, Plat.: metaph., ἰ. περὶ τὴν ψυχήν Plat.