ἱπποτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippotrofos
|Transliteration C=ippotrofos
|Beta Code=i(ppotro/fos
|Beta Code=i(ppotro/fos
|Definition=ον, (parox.) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">horse-feeding, abounding in horses</b>, of Thrace, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>507</span>; of Argos, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.41</span>; πόλις <span class="bibl">B.10.114</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of persons, <b class="b2">breeding and keeping race-horses</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span> 4(3).32</span>, etc.; <b class="b3">μέγας καὶ λαμπρὸς ἱ</b>. <span class="bibl">D.18.320</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Them.</span>5</span>, <span class="bibl">Paus. 6.2.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, <b class="b2">horsebreeder</b>, POxy.2110.6(iv A.D.), <span class="title">Hippiatr.</span> 34.</span>
|Definition=ον, (parox.) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">horse-feeding, abounding in horses</b>, of Thrace, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>507</span>; of Argos, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>10.41</span>; πόλις <span class="bibl">B.10.114</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of persons, <b class="b2">breeding and keeping race-horses</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span> 4(3).32</span>, etc.; <b class="b3">μέγας καὶ λαμπρὸς ἱ</b>. <span class="bibl">D.18.320</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Them.</span>5</span>, <span class="bibl">Paus. 6.2.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, [[horsebreeder]], POxy.2110.6(iv A.D.), <span class="title">Hippiatr.</span> 34.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:35, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποτρόφος Medium diacritics: ἱπποτρόφος Low diacritics: ιπποτρόφος Capitals: ΙΠΠΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hippotróphos Transliteration B: hippotrophos Transliteration C: ippotrofos Beta Code: i(ppotro/fos

English (LSJ)

ον, (parox.)

   A horse-feeding, abounding in horses, of Thrace, Hes.Op.507; of Argos, Pi.N.10.41; πόλις B.10.114.    II of persons, breeding and keeping race-horses, Pi.I. 4(3).32, etc.; μέγας καὶ λαμπρὸς ἱ. D.18.320, cf. Plu.Them.5, Paus. 6.2.1.    2 generally, horsebreeder, POxy.2110.6(iv A.D.), Hippiatr. 34.

German (Pape)

[Seite 1261] Pferde fütternd, haltend; Θρῄκη Hes. O. 605; ἄστυ Pind. N. 10, 41, vgl. I. 3, 32; bes. zu Wettrennen, Dem. 18, 330, Zeichen des reichen Mannes; Sp., wie Plut. Them. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποτρόφος: -ον, ὁ τρέφων, διατηρῶν ἵππους, ἔχων ἀφθόνους ἵππους, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρ. ἱππόβοτος, ἐπὶ τῆς Θρᾴκης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 505· περὶ τοῦ Ἄργους, Πινδ. Ν. 10. 77. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ τρέφων, διατηρῶν ἵππους χάριν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων, Πινδ. Ι. 4. 23 (3. 23), κτλ.: - ἡ ἱπποτροφία ἦτο ἐν Ἑλλάδι σημεῖον πλούτου, πλούτους τε καὶ ἱπποτροφίας καὶ νίκας Πλάτ. Λύσ. 205C· ἱπποτροφεῖν ἐπιχειρήσας, ὃ τῶν εὐδαιμονεστάτων ἔργων ἐστὶ Ἰσοκρ. 353C· πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 2, 6· μέγας καὶ λαμπρὸς ἱπποτρόφος Δημ. 331. 18, πρβλ. Πλουτ. Θεμ. 5, Ἀγησ. 20. Παυσ. 6. 2, 1· ἵππους ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς Αἰσχύλ. Πρ. 466: - ἦτο ὡσαύτως χαρακτηριστικὸν τῶν ὀλιγαρχικῶν πόλεων, ὅσαις πόλεσιν ἐν τοῖς ἵπποις ἡ δύναμις ἦν, ὀλιγαρχίαι παρὰ τούτοις ἦσαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 3· οἷον ἐπὶ τῶν Μαγνήτων, τῶν Χαλκιδέων καὶ Ἐρετριέων τῆς Εὐβοίας, Θέογν. 603, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ 5. 6, 14. - Πρβλ. Böckh Ρ. Ε. 1. 74, καὶ ἴδε ἐν λ. ἱππεύς, ἱπποβάτης, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit des chevaux (contrée, etc.);
2 qui nourrit ou élève des chevaux.
Étymologie: ἵππος, τρέφω.

English (Slater)

ἱπποτρόφος
   1 rearing horses †ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο† Argos (N. 10.41) ἱππο̆τρόφοι τ' ἐγένοντο the Kleonymidai (I. 4.14)

Greek Monolingual

-ο(ν) (ΑΜ ἱπποτρόφος, -ον)
(για πρόσ. ή χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς ίππους
νεοελλ.
αυτός που συντηρεί ίππους και ασχολείται με την αναπαραγωγή τους
αρχ.
αυτός που διατηρεί ίππους για ιπποδρομικούς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος, πτηνο-τρόφος].

Greek Monotonic

ἱπποτρόφος: -ον (τρέφω
I. αυτός που εκτρέφει άλογα, αυτός που διατηρεί άφθονα άλογα, σε Ησίοδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που σιτίζει άλογα και τα διατηρεί για συμμετοχή τους σε ιπποδρομικούς αγώνες, σε Δημ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποτρόφος:
1) питающий лошадей, изобилующий пастбищами для коней (Θρῄκη Hes.; Ἄργος, ἄστυ Pind.);
2) разводящий (преимущ. рысистых) лошадей, занимающийся коневодством Dem., Plut.

Middle Liddell

ἱππο-τρόφος, ον τρέφω
I. horse-feeding, abounding in horses, Hes.
II. of persons, breeding and keeping race-horses, Dem., Plut.