εὔρωστος: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(1ab) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyrostos | |Transliteration C=eyrostos | ||
|Beta Code=eu)/rwstos | |Beta Code=eu)/rwstos | ||
|Definition=ον, (ῥώννυμι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, (ῥώννυμι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[stout]], [[strong]], ἱππεῖς <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.3.6</span>, cf.Aen. Tact.<span class="bibl">1.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>56.1</span> (iii B.C.), etc.; στόμα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>617b3</span>; εὔρωστος τὸ σῶμα <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>6.1.6</span>; τῷ σώματι <span class="bibl">Isoc.15.116</span> (Sup.); τὰς ψυχάς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Phgn.</span>810a25</span>. Adv. -τως <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>2.24</span>; εὐ. τὸν βίον διάξετε <span class="bibl">Antiph.1</span> D.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:42, 29 June 2020
English (LSJ)
ον, (ῥώννυμι)
A stout, strong, ἱππεῖς X.HG4.3.6, cf.Aen. Tact.1.7, PCair.Zen.56.1 (iii B.C.), etc.; στόμα Arist.HA617b3; εὔρωστος τὸ σῶμα X. HG6.1.6; τῷ σώματι Isoc.15.116 (Sup.); τὰς ψυχάς Arist.Phgn.810a25. Adv. -τως X.Ages.2.24; εὐ. τὸν βίον διάξετε Antiph.1 D.
German (Pape)
[Seite 1096] wohl bei Kräften, gesund u. stark, Hippocr.; Xen. Hell. 4, 3, 6; τὸ σῶμα 6, 1, 6; τῷ σώματι Isocr. – Adv., Xen. Ag. 2, 24.
Greek (Liddell-Scott)
εὔρωστος: -ον, (ῥώννυμι) ὑγιής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 6· εὔρωστος τὸ σῶμα αὐτόθι 6. 1. 6· τῷ σώματι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 123· τὴν ψυχὴν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 4. ― Ἐπίρρ. -τως, Ξεν. Ἀγησ. 2. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fort, robuste, vigoureux;
Cp. εὐρωστότερος, Sp. εὐρωστότατος.
Étymologie: εὖ, ῥώννυμι.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔρωστος, -ον)
1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος («εὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.)
2. αυτός που έχει ψυχικό σθένος («εὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ρωστος (< ρώννυμι «δυναμώνω»), πρβλ. ά-ρρωστος, ταχύ-ρρωστος].
Greek Monotonic
εὔρωστος: -ον (ῥώννυμι), υγιής, ρωμαλέος, γερός, δυνατός, ισχυρός, σε Ξεν.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὔρωστος: сильный, крепкий (τὸ σῶμα Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).