καταφρονητικός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katafronitikos
|Transliteration C=katafronitikos
|Beta Code=katafronhtiko/s
|Beta Code=katafronhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">contemptuous, disdainful</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1124b29</span>, <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>1379b31</span>, <span class="bibl">1388b25</span>, Plu. 2.4of: c. gen., Phld.<span class="title">Herc.</span>1457.10, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.27</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Pl. <span class="title">Tht.</span>161c</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.1.17</span>,<span class="bibl">5.3.1</span>, <span class="bibl">D.43.72</span> (καταφρονικός Gal.17(1).188, and Adv. -<b class="b3">κῶς</b> v.l. in <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>2.45</span>, are incorrectly written).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[contemptuous]], [[disdainful]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1124b29</span>, <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>1379b31</span>, <span class="bibl">1388b25</span>, Plu. 2.4of: c. gen., Phld.<span class="title">Herc.</span>1457.10, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.27</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Pl. <span class="title">Tht.</span>161c</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.1.17</span>,<span class="bibl">5.3.1</span>, <span class="bibl">D.43.72</span> (καταφρονικός Gal.17(1).188, and Adv. -<b class="b3">κῶς</b> v.l. in <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>2.45</span>, are incorrectly written).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:00, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφρονητικός Medium diacritics: καταφρονητικός Low diacritics: καταφρονητικός Capitals: ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kataphronētikós Transliteration B: kataphronētikos Transliteration C: katafronitikos Beta Code: katafronhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A contemptuous, disdainful, Arist.EN1124b29, Rh.1379b31, 1388b25, Plu. 2.4of: c. gen., Phld.Herc.1457.10, Porph.Abst.3.27. Adv. -κῶς Pl. Tht.161c, X.HG4.1.17,5.3.1, D.43.72 (καταφρονικός Gal.17(1).188, and Adv. -κῶς v.l. in App.BC2.45, are incorrectly written).

Greek (Liddell-Scott)

καταφρονητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ καταφρονεῖν τῶν ἄλλων, ὁ ἐκ φύσεως κλίνων εἰς τὸ νὰ περιφρονῇ τοὺς ἄλλους, ἀντιθ. τῷ θαυμαστικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 28, Ρητ. 2. 2, 24., 11. 7· οἱ καταφρονητικοὶ καὶ θρασεῖς Πλουτ. Ἠθ. σ. 40· καὶ ἐπιρρημ., καταφρονητικώτερον πρὸς αὐτοὺς διατεθήσονται Ἄννα Κομν. 402 Α ·- Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 161C, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 17., 5. 3, 1, Δημ. 1075, 11· κ. τῶν εὐτελεστέρων Φιλ. Α´, 927. 30· ὀλιγώρως καὶ κ. Πλουτ Λύσ. 11, κτλ.·- Ὁ Λοβ. (ἐν Φρυνίχ. 520) σημειοῖ τὸν τύπον καταφρονικὸς παρ᾽ Ἀππ. καὶ Γαλην., ὡς ἐσφαλμένον.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
méprisant, dédaigneux.
Étymologie: καταφρονητής.

Greek Monolingual

και καταφρονετικός, -ή, -ό (AM καταφρονητικός, -ή, -όν) καταφρονητής
1. αυτός που γίνεται για περιφρόνηση ή με τρόπο περιφρονητικό
2. αυτός που φέρεται περιφρονητικά, που έχει την τάση να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης.
επίρρ...
καταφρονητικά (AM καταφρονητικῶς)
περιφρονητικά, υπεροπτικά.

Greek Monotonic

καταφρονητικός: -ή, -όν, επιρρεπής στην περιφρόνηση, σε Αριστ.· επίθ. -κῶς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταφρονητικός: пренебрежительный, презрительный Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφρονητικός -ή -όν [καταφρονέω] minachtend; adv. καταφρονητικῶς vol minachting.

Middle Liddell

καταφρονητικός, ή, όν [from καταφρονέω
contemptuous, Arist. adv. -κῶς, Xen.