ἐπίσσυτος: Difference between revisions
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epissytos | |Transliteration C=epissytos | ||
|Beta Code=e)pi/ssutos | |Beta Code=e)pi/ssutos | ||
|Definition=ον<b class="b3">, ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι</b>) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον<b class="b3">, ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι</b>) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[rushing]], [[gushing]], <b class="b3">κλαυμάτων</b> πηγαί <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>887</span>; [[violent]], [[sudden]], <b class="b3">δύαι</b> ib.<span class="bibl">1150</span> (lyr.); βίου τύχαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Eu.</span>924</span> (lyr.); φήμα <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>574</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:45, 30 June 2020
English (LSJ)
ον, ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι)
A rushing, gushing, κλαυμάτων πηγαί A.Ag.887; violent, sudden, δύαι ib.1150 (lyr.); βίου τύχαι Id.Eu.924 (lyr.); φήμα E.Hipp.574 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 981] (ἐπισεύω), herzueilend, herandringend, schnell eintretend, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαί Aesch. Ag. 861, vgl. 1121; βίου τύχαι Eum. 883; Eur. Hipp. 574.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσσῠτος: -ον, (ἐπισεύω, ἐπέσσυμαι) ὁ ἐξορμῶν, ὁ ἀναβλύζων μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ δακρύων, κλαυμάτων ἐπίσσυτοι πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ’ ἔνι σταγὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 887· βίαιος, αἰφνίδιος, δύαι αὐτόθι 1150· βίου τύχαι ὁ αὐτ. Εὐμ. 924· μετ’ αἰτ., ὁρμητικός, φρένας ἐπίσσυτος Εὐρ. Ἱππ. 574.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui jaillit avec force ; violent, soudain;
2 qui fond sur, acc..
Étymologie: ἐπισσεύω.
Greek Monolingual
ἐπίσσυτος, -ον (Α) επισεύομαι
1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ἐπίσσῠτος: -ον (ἐπέσσυμαι, παρακ. του ἐπισεύω), ορμητικός, αυτός που ξεσπά, που αναπηδά, που αναβλύζει με ορμή, λέγεται για δάκρυα, σε Αισχύλ.· βίαιος, αιφνίδιος, λέγεται για συμφορές, στον ίδ.· με αιτ., ορμητικός, τὰς φρένας, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσσῠτος:
1) неудержимый, стремительный (δύαι, βίου τύχαι Aesch.);
2) бурно вторгающийся, внезапный (φάμα Eur.).
Middle Liddell
ἐπίσσῠτος, ον ἐπέσσυμαι,] perf. of ἐπισεύω
rushing, gushing, of tears, Aesch.: violent, sudden, of misfortunes, Aesch.: c. acc. rushing upon, τὰς φρένας Eur.