φώνημα: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fonima
|Transliteration C=fonima
|Beta Code=fw/nhma
|Beta Code=fw/nhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sound made, utterance</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span> 16</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>1295</span>, <span class="title">Ichn.</span>39; of a singer's [[voice]], <span class="bibl">D.C.61.20</span>; of a dog's bark and ass's bray, Gal.18(1).291. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">thing spoken, speech, language</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>234</span>, <span class="bibl"><span class="title">OT</span>324</span>.</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sound made]], [[utterance]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span> 16</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ph.</span>1295</span>, <span class="title">Ichn.</span>39; of a singer's [[voice]], <span class="bibl">D.C.61.20</span>; of a dog's bark and ass's bray, Gal.18(1).291. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">thing spoken, speech, language</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>234</span>, <span class="bibl"><span class="title">OT</span>324</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:15, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώνημα Medium diacritics: φώνημα Low diacritics: φώνημα Capitals: ΦΩΝΗΜΑ
Transliteration A: phṓnēma Transliteration B: phōnēma Transliteration C: fonima Beta Code: fw/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sound made, utterance, S.Aj. 16, Ph.1295, Ichn.39; of a singer's voice, D.C.61.20; of a dog's bark and ass's bray, Gal.18(1).291.    2 thing spoken, speech, language, S.Ph.234, OT324.

German (Pape)

[Seite 1322] τό, Laut, Ton, Stimme, Sprache, Soph. Ai. 16 Phil. 1279. 234 u. Sp., wie Luc. Alex. 3.

Greek (Liddell-Scott)

φώνημα: τό, ἦχος φωνῆς, φωνή, Σοφ. Αἴ. 16, Φιλ. 1295· ἐπὶ τῆς φωνῆς ᾄδοντος, Δίων Κάσσ. 61. 20. 2) τὸ ἐκφωνηθέν, τὸ λεχθέν, ὦ φίλτατον φώνημα Σοφ. Φιλ. 234· φώνημα ἰὸν πρὸς καιρὸν Οἰδ. Τύρ. 324.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 son de voix;
2 parole, discours.
Étymologie: φωνέω.

Greek Monolingual

-ήματος, το, ΝΑ
φθόγγος
νεοελλ.
1. γλωσσ. φθόγγος που έχει διαφοροποιητική αξία στο φωνολογικό σύστημα μιας γλώσσας, συνθέτοντας έτσι τη λειτουργική της πλευρά, όπως είναι οι φθόγγοι / p /, / f /, / t /, τών οποίων η παρουσία ή η απουσία σε φωνητικώς όμοιο περιβάλλον επηρεάζει τη σημασία του εκφωνήματος, όπως λ.χ. / p-onos / «πόνος», / f-onos / «φόνος», / t-onos / «τόνος»
2. (ψυχιατρ.) ακουστική ψευδαίσθηση κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι ακούει φωνές ή ομιλίες
αρχ.
1. ήχος φωνής, φωνή («τίνος φώνημα, μῶν Ὀδυσσέως, ἐπῃσθόμην;», Σοφ.)
2. (ειδικότερα) φωνή προσώπου που τραγουδά
3. λόγος («φώνημ' ἰὸνπρὸς καιρόν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνῶ. Η λ. ως όρος της γλωσσολογίας είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phoneme].

Greek Monotonic

φώνημα: τό (φωνέω),
1. παράγω ήχο ή φωνή, σε Σοφ.
2. το εκφωνηθέν, ομιλία, γλώσσα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φώνημα: ατος τό
1) голос, звук Soph., Plut.;
2) слово, речь Soph., Luc.

Middle Liddell

φώνημα, ατος, τό, φωνέω
1. a sound made, voice, Soph.
2. a thing spoken, speech, language, Soph.