μετώπιον: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metopion | |Transliteration C=metopion | ||
|Beta Code=metw/pion | |Beta Code=metw/pion | ||
|Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[μέτωπον]], [[forehead]], <span class="bibl">Il.11.95</span>,<span class="bibl">16.739</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[façade]], ναοῦ <span class="title">SIG</span>282 ii 20 (Priene, iv B. C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[margin]] of a book, Gal.17(1).634, <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>2</span>, <span class="bibl">159</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> | |Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[μέτωπον]], [[forehead]], <span class="bibl">Il.11.95</span>,<span class="bibl">16.739</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[façade]], ναοῦ <span class="title">SIG</span>282 ii 20 (Priene, iv B. C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[margin]] of a book, Gal.17(1).634, <span class="bibl">Hdn.<span class="title">Epim.</span>2</span>, <span class="bibl">159</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> [[bandage for the forehead]], Gal. 18(1).803. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[aromatic Egyptian ointment containing]] <b class="b3">μέτωπον</b> III, Dsc.1.59; <b class="b2">containing oil of bitter almonds</b>, Apollon. ap. <span class="bibl">Ath.15.688f</span>, cf. Gal.19.71, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.20</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> = [[ἀμυγδάλινον ἔλαιον]], Dsc.1.33, <span class="title">Gloss.</span>; cf. [[νετώπιον]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:18, 30 June 2020
English (LSJ)
τό,
A = μέτωπον, forehead, Il.11.95,16.739. 2 façade, ναοῦ SIG282 ii 20 (Priene, iv B. C.). 3 margin of a book, Gal.17(1).634, Hdn.Epim.2, 159. 4 bandage for the forehead, Gal. 18(1).803. II aromatic Egyptian ointment containing μέτωπον III, Dsc.1.59; containing oil of bitter almonds, Apollon. ap. Ath.15.688f, cf. Gal.19.71, Paul.Aeg.7.20. 2 = ἀμυγδάλινον ἔλαιον, Dsc.1.33, Gloss.; cf. νετώπιον.
German (Pape)
[Seite 164] τό, 1) = μέτωπον, Stirn, Il. 11, 95. 16, 739. – 2) ein wohlriechendes ägyptisches Oel, Diosc. – 3) Stirnbinde, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
μετώπιον: τό, = μέτωπον, Ἰλ. Λ. 95., Π. 739. 2) ἐπίδεσμος διὰ τὸ μέτωπον, Γαλην. 18. 803, κτλ. 3) περιθώριον σελίδος, «ὥρα καὶ ἐν τοῖς μετωπίοις τῶν καταβατῶν ἐπισημαινομένους τοὺς ἐπιμερισμοὺς» Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2. II. ἀρωματικόν τι μύρον τῆς Αἰγύπτου, Διοσκ. 1. 71, πρβλ. 39, Ἀθήν. 688F· πρβλ. μέτωπον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 front ; bandeau sur le front, ligature au front;
2 p. anal. marge d’une feuille, bord d’une page;
3 huile parfumée d’Égypte.
Étymologie: μέτωπον.
English (Autenrieth)
on the forehead, Il. 11.95 and Il. 16.739.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μετώπιον, Μ και μετώπιν και μετώπι) μέτωπον
νεοελλ.
ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που κείται στο μέσο της νοητής γραμμής η οποία ενώνει τους δύο μετωπικούς όγκους
μσν.
μετωπιαίο διακοσμητικό του κράνους ή της μίτρας
μσν.-αρχ.
μέτωπο
αρχ.
1. πρόσοψη
2. επίδεσμος για το μέτωπο
3. κάλυμμα του μετώπου τών ίππων
4. περιθώριο σελίδας
5. αρωματικό ελαιώδες μύρο που περιείχε έλαιο πικραμυγδάλου και το οποίο χρησιμοποιούσαν ιδίως στην Αίγυπτο
6. έλαιο αμυγδάλου.
Greek Monotonic
μετώπιον: τό, = μέτωπον, το μέτωπο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μετώπιον: τό эп. = μέτωπον 1.