καταχαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - " . ." to "…")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katachairo
|Transliteration C=katachairo
|Beta Code=kataxai/rw
|Beta Code=kataxai/rw
|Definition=fut. -<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> χᾰροῦμαι <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>1.26</span>:—<b class="b2">exult over</b>, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. <span class="bibl">Hdt.1.129</span>; <b class="b3">εἴτε εὐνοίῃ... εἴτε καὶ καταχαίρων</b> <b class="b2">with malicious joy</b>, <span class="bibl">Id.7.239</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">rejoice much</b>, <span class="bibl">Alciphr.2.4</span>, <span class="title">IG</span>14.2410.11, <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.844 (Syria).</span>
|Definition=fut. -<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> χᾰροῦμαι <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>1.26</span>:—[[exult over]], ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. <span class="bibl">Hdt.1.129</span>; <b class="b3">εἴτε εὐνοίῃ... εἴτε καὶ καταχαίρων</b> <b class="b2">with malicious joy</b>, <span class="bibl">Id.7.239</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[rejoice much]], <span class="bibl">Alciphr.2.4</span>, <span class="title">IG</span>14.2410.11, <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.844 (Syria).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 21:25, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαίρω Medium diacritics: καταχαίρω Low diacritics: καταχαίρω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΙΡΩ
Transliteration A: katachaírō Transliteration B: katachairō Transliteration C: katachairo Beta Code: kataxai/rw

English (LSJ)

fut. -

   A χᾰροῦμαι LXX Pr.1.26:—exult over, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. Hdt.1.129; εἴτε εὐνοίῃ... εἴτε καὶ καταχαίρων with malicious joy, Id.7.239.    II rejoice much, Alciphr.2.4, IG14.2410.11, Supp.Epigr.2.844 (Syria).

Greek (Liddell-Scott)

καταχαίρω: μετὰ μέσου μέλλ. -χᾰροῦμαι Κλήμ. Ρώμ.·- (= ἐπιχαίρω), χαίρω διὰ τὸ κακὸν ἢ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. καὶ κατεκερτόμεε Ἡρόδ. 1. 129· εἴτε εὐνοίῃ ἐποίησε ταῦτα εἴτε καὶ καταχαίρων, χαίρων μετὰ κακίας, χαιρεκάκως, ὁ αὐτ. 7. 239. ΙΙ. λίαν, σφόδρα χαίρω, κατέχαιρον ἐκπαθὴς ὑπὸ ἡδονῆς γενομένη Ἀλκίφρων 2. 4.

French (Bailly abrégé)

se réjouir aux dépens de, τινι.
Étymologie: κατά, χαίρω.

Greek Monolingual

(AM καταχαίρω)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) καταχαρούμενος, -η, -ο
α) αυτός που διακατέχεται από μεγάλη χαρά, ο περιχαρής
β) (για τόπους, οικοδομές κ.λπ.) αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρά, που έχει χαρούμενη όψη
νεοελλ.-μσν.
μέσ. καταχαίρομαι
α) είμαι γεμάτος χαρά, χαίρω πάρα πολύ
β) απολαμβάνω με ευχαρίστηση
μσν.
μέσ. χαίρομαι, καμαρώνω κάποιον
αρχ.
χαίρομαι για το κακό ή τη δυστυχία άλλου, επιχαίρω, χαιρεκακώ, είμαι χαιρέκακος.

Greek Monotonic

καταχαίρω: περιφρονώ, υποτιμώ, περιγελώ, καταχαίρομαι περιφρονητικά προς άλλον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., καταχαίρων, με χαιρέκακη διάθεση, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καταχαίρω: злорадно насмехаться, злорадствовать (ἐπί τινι, κ. καὶ κατακερτομεῖν Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χαίρω leedvermaak hebben.

Middle Liddell


to exult over, c. dat., Hdt.; absol., καταχαίρων with malignant joy, Hdt.