παλιμβάκχειος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(3b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palimvakcheios | |Transliteration C=palimvakcheios | ||
|Beta Code=palimba/kxeios | |Beta Code=palimba/kxeios | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[a reversed]] <b class="b3">Βακχειος</b>, <span class="bibl">Heph.3.2</span>, <span class="bibl">Aristid.Quint. 1.22</span>, <span class="bibl">Eust.1551.54</span>:—hence Adj. πᾰλιμ-βακχειᾰκός, ή, όν, <span class="bibl">Heph.13.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:30, 1 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A a reversed Βακχειος, Heph.3.2, Aristid.Quint. 1.22, Eust.1551.54:—hence Adj. πᾰλιμ-βακχειᾰκός, ή, όν, Heph.13.1.
German (Pape)
[Seite 448] ὁ, ein Versfuß, der umgekehrte Bacchius, – – ñ; Drac. p. 128, 22; Schol. Hephaest. p. 159.
Greek Monolingual
ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ παλιβάκχειος και παλιμβακχεῑος)
μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή (-U) ή από μία βραχεία και δύο μακρές (U -).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάκχειος / βακχεῖος].
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμβάκχειος: ὁ стих. полимвакхий (стопа ‒‒∪, обратная вакхию ∪‒‒).