πολυφραδής: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyfradis | |Transliteration C=polyfradis | ||
|Beta Code=polufradh/s | |Beta Code=polufradh/s | ||
|Definition=ές, (φράζω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, (φράζω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[very eloquent]] or [[wise]], ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>494</span>, cf. <span class="bibl">Semon.7.93</span> (Sup.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">much talked of, famous</b>, ἔργον <span class="title">IG</span>14.2012<span class="hiitalic">A</span>26 (Sulp. Max.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:19, 1 July 2020
English (LSJ)
ές, (φράζω)
A very eloquent or wise, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς Id.Th.494, cf. Semon.7.93 (Sup.). II much talked of, famous, ἔργον IG14.2012A26 (Sulp. Max.).
German (Pape)
[Seite 676] ές, sehr beredt, sehr verständig, klug; ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς, Hes. Th. 494; Simonds de mul. 93.
Greek (Liddell-Scott)
πολυφρᾰδής: -ές, (φράζω) λίαν εὔγλωτος ἢ σοφός, ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθεὶς Ἡσ. Θ. 494, πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 93. ΙΙ. περὶ οὗ πολὺς γίνεται λόγος, περίφημος, ἔργον Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 618. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυφραδέος· πολυκερδοῦς. ἢ λίαν συνετοῦ».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très sage, très avisé.
Étymologie: πολύς, φράζω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.)
2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φραδής (< αμάρτυρο τ. φράδος, τὸ < φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. αρι-φραδής, ευ-φραδής.
Greek Monotonic
πολυφρᾰδής: -ές (φράζω), πολύ εύγλωττος ή σοφός, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πολυφρᾰδής: (dat. pl. πολυφραδέεσσι) весьма рассудительный (ἐννεσίαι Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυφραδής -ές [πολύς, φράζω] ep. dat. plur. -δέεσσι, zeer slim.