κοινόβιος: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koinovios | |Transliteration C=koinovios | ||
|Beta Code=koino/bios | |Beta Code=koino/bios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[living in community with others]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>119</span>, <span class="bibl">Iamb. <span class="title">VP</span>5.29</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> as Subst. κοινόβιον, τό, | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[living in community with others]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>119</span>, <span class="bibl">Iamb. <span class="title">VP</span>5.29</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> as Subst. κοινόβιον, τό, [[life in community]], dub. l. in Gell.1.9 fin. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[monastery]], <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>123.36</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>8.953.9</span> (vi A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:22, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A living in community with others, Ptol.Tetr.119, Iamb. VP5.29. II as Subst. κοινόβιον, τό, life in community, dub. l. in Gell.1.9 fin. 2 monastery, Just.Nov.123.36, al., PSI8.953.9 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1468] mit Anderen in Gemeinschaft lebend, Iambl. u. a. Sp.; – τὸ κοινόβιον, ein Kloster, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόβιος: -ον, ζῶν κοινοβιακῶς μετ’ ἄλλων, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 29, Πτολεμ. Τετράβ. σ. 119. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κοινόβιον, τό, βίος ἐν κοινότητι, πιθανὴ γραφ. ἐν Γελλ. 1. 9, ἐν τέλ. 2) = Λατ. coenobium, κοινοβιακὸν μοναστήριον, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM κοινόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει από κοινού με άλλους
2. το ουδ. ως ουσ. το κοινόβιο(ν)
α) εκκλ. το μοναστήρι στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν κοινή λατρεία, έχουν κοινή κατοικία και διατροφή και διοικούνται από ηγούμενο τον οποίο εκλέγουν οι ίδιοι
β) η από κοινού συμβίωση
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) (στη Λαϊκή Κίνα) μεγάλος αγροτικός παραγωγικός συνεταιρισμός με έντονο κολλεκτιβιστικό χαρακτήρα, βασικός πυρήνας της κινεζικής σοσιαλιστικής κοινωνίας σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο, στον οποίο ίσχυε η διαβίωση σε κοινότητα
β) βιολ. σύνολο πολλών κυττάρων που αποτελεί ένα είδος αριθμητικά και μορφολογικά καθορισμένης αποικίας και απαντά σε πολλά φύκη της ομάδας βολβοκώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό-βιος, εφημερό-βιος].
Russian (Dvoretsky)
κοινόβιος: ὁ совместная жизнь, общежитие Gell.