παρατρέφω: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paratrefo | |Transliteration C=paratrefo | ||
|Beta Code=paratre/fw | |Beta Code=paratre/fw | ||
|Definition=aor. 1 <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> παρέθρεψα Hdn. (v. infr.) :—Pass., aor. 2 παρετράφην <span class="bibl">Men.866</span> :—[[feed beside]] or [[with]] one, τὸν βουλόμενον <span class="bibl">Timocl. 9.2</span>; | |Definition=aor. 1 <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> παρέθρεψα Hdn. (v. infr.) :—Pass., aor. 2 παρετράφην <span class="bibl">Men.866</span> :—[[feed beside]] or [[with]] one, τὸν βουλόμενον <span class="bibl">Timocl. 9.2</span>; [[maintain in addition]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>62.2</span>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>6.571.15</span> (iii B. C.); <b class="b3">ἵππους, κύνας</b>, Plu. 2.830c, cf. <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>3.1</span> (Pass.) :—Pass., of slaves, etc., [[to be brought up with]] the children, <span class="bibl">Posidon.36</span> J., Harp. s.v. [[μόθωνας ; οὐχ αὑτῷ παρετράφην ἀλλά σοι]] Men. l. c.; of concubines, [[live with]] the wives, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Art.</span>27</span>; of men and animals, <b class="b2">feed at another's expense</b>, <span class="bibl">D.19.200</span>, <span class="bibl">Men.244</span>, Plu.2.13c. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[bring up alike]], ἀμφοτέρους ἴσους ἐκ παίδων παραθρέψαι <span class="bibl">Hdn.3.15.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> Pass., [[to be educated]], ἐν φιλοσοφία Plu.2.37e, 138c.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:44, 1 July 2020
English (LSJ)
aor. 1
A παρέθρεψα Hdn. (v. infr.) :—Pass., aor. 2 παρετράφην Men.866 :—feed beside or with one, τὸν βουλόμενον Timocl. 9.2; maintain in addition, Arist.Ath.62.2, PSI6.571.15 (iii B. C.); ἵππους, κύνας, Plu. 2.830c, cf. Ael.NA3.1 (Pass.) :—Pass., of slaves, etc., to be brought up with the children, Posidon.36 J., Harp. s.v. μόθωνας ; οὐχ αὑτῷ παρετράφην ἀλλά σοι Men. l. c.; of concubines, live with the wives, Plu.Art.27; of men and animals, feed at another's expense, D.19.200, Men.244, Plu.2.13c. 2 bring up alike, ἀμφοτέρους ἴσους ἐκ παίδων παραθρέψαι Hdn.3.15.5. 3 Pass., to be educated, ἐν φιλοσοφία Plu.2.37e, 138c.
German (Pape)
[Seite 504] (s. τρέφω), daneben od. dabei nähren, bes. von Hausthieren, Plut.; παρετρέφετο τῷ δεσπότῃ, Ath. VI, 211 f; mit einem verächtlichen Nebensinn, gleichsam unnützer Weise füttern, von Menschen, die die Kost nicht werth sind, Dem. 19, 200, ἐν χορηγίοις ἀλλοτρίοις ἐπὶ τῷ τριταγωνιστεῖν ἀγαπητῶς παρατρεφόμενος; Sp., wie Liban. ὥςπερ κηφῆνες ζῶντες, ἐκ τῶν ἀλλοτρίων πόνων παρατρεφόμενοι; vgl. Menand. bei Ath. VI, 248 a.
Greek (Liddell-Scott)
παρατρέφω: τρέφω πλησίον μου, τὸν βουλόμενον Τιμοκλ. ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2· ἵππους, κύνας Πλούτ. 2. 830Β, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 1. ― Παθητ., ἐπὶ δούλων, ἀνατρέφομαι μετὰ τῶν τέκνων, Ἀθήν. 211F, Ἀρποκρ.· ἐπὶ προσώπων (οὐχὶ δούλων) ἀνατρέφομαι ἢ τρέφομαι παρά τινος, τινι Συνέσ. 244C· ἐπὶ παλλακῶν, τρέφομαι μετὰ τῶν νομίμων γυναικῶν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 27· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων ἀχρήστων καὶ μάτην τρεφομένων, Δημ. 403. 23, Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 4, Πλούτ. 2. 13C, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 2) ἀνατρέφω ὁμοίως, Ἡρῳδιαν. 3. 15. 3) Παθ., ἐπιπολαίως ἀνατρέφομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἐν φιλοσοφίᾳ Πλούτ. 2. 37F, 138C.
French (Bailly abrégé)
1 nourrir auprès de soi, entretenir, acc.;
2 nourrir en passant ou par surcroît : ἐν φιλοσοφία παρατρέφεσθαι PLUT n’être nourri de philosophie qu’en passant, càd superficiellement.
Étymologie: παρά, τρέφω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
τρέφω κάποιον ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύ
μσν.-αρχ.
1. παθ. α) (για πρόσ.) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ' οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.)
β) τρέφομαι ματαίως, ανωφελώς («τότε ύβρίζεσθαι δοκοῡντες, ὅτι μάτην παρατρέφονται», Πλούτ.)
γ) (για δούλους) ανατρέφομαι μαζί με τα παιδιά κάποιου
δ) (για παλλακίδες) τρέφομαι μαζί με τις νόμιμες γυναίκες
ε) ανατρέφομαι, εκπαιδεύομαι, μορφώνομαι επιπόλαια
2. ανατρέφω με όμοιο τρόπο
3. συντηρώ, διατηρώ επιπλέον («καὶ παρατρέφουσι κήρυκα καὶ ἀθλητήν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
παρατρέφω: μέλ. -θρέψω, τρέφω μαζί μου — Παθ., λέγεται για ανθρώπους που δεν αξίζουν να τους τρέφει κάποιος, τρέφω με έξοδα άλλου, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
παρατρέφω: кормить у себя, выкармливать, подкармливать (ἵππους Plut.): ἐν φιλοσοφίᾳ παρατρέφεσθαι Plut. получить философское образование.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-τρέφω ook nog voeden; pass. klaploper zijn. Dem. 19.200.
Middle Liddell
fut. -θρέψω
to feed beside another:—Pass., of men not worth their keep, to feed at another's expense, Dem.