συνεισάγω: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneisago | |Transliteration C=syneisago | ||
|Beta Code=suneisa/gw | |Beta Code=suneisa/gw | ||
|Definition=[ᾰ], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ᾰ], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[bring in together]], τὰ ἐπιτήδεια <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>3.2.24</span>; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα <span class="bibl"><span class="title">PEleph.</span>26.6</span> (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.<span class="title">Placit.</span>1.27.3, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>6p.428M.</span>, <span class="bibl">22p.468M.</span>:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1760.28</span> (i B.C.):— Pass., <b class="b3">ᾧ συνεισάγεται</b> [[in]] which <b class="b2">is included . .</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.86</span>, cf. <span class="bibl">Steph. <span class="title">in Hp.</span>1.107D.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:44, 1 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ],
A bring in together, τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.3.2.24; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα PEleph.26.6 (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.Placit.1.27.3, Hierocl.in CA6p.428M., 22p.468M.:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ BGU1760.28 (i B.C.):— Pass., ᾧ συνεισάγεται in which is included . ., S.E.P.2.86, cf. Steph. in Hp.1.107D.
German (Pape)
[Seite 1011] (s. ἄγω), mit od. zugleich einführen, einbringen; Her. 5, 75; τὰ ἐπιτήδεια, Xen. Cyr. 3, 2, 24; – sc. στρατόν, zugleich einen Einfall thun, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισάγω: εἰσάγω ὁμοῦ, τὰ ἐπιτήδεια Ξεν. Κύρ. 3. 2, 24· ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Πλούτ. 2, 91Β. ― Παθ., συνεισάγεται, ἀκολουθεῖ συγχρόνως, ἐπὶ ἐπιδράσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2, 86· ― ῥηματ. ἐπίθετ. συνεισακτέον, δεῖ συνεισάγειν, Ὠριγέν. τ. 1, σ. 181Α.
French (Bailly abrégé)
introduire avec ou en même temps, acc. ; fig. amener : τινί τι une chose avec une autre.
Étymologie: σύν, εἰσάγω.
Greek Monolingual
ΝΑ εἰσάγω
εισάγω συγχρόνως
νεοελλ.
μέσ. συνεισάγομαι
α) (για δίκη) εισάγομαι για εκδίκαση μαζί με άλλη
β) (για νομοσχέδιο) εισάγομαι για ψηφοφορία μαζί με άλλο
αρχ.
1. συμπεριλαμβάνω
2. συνεισφέρω.
Greek Monotonic
συνεισάγω: μέλ. -ξω, εισάγω μαζί, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εισάγω samen naar binnen brengen, met acc.
Russian (Dvoretsky)
συνεισάγω: (ᾰ)
1) одновременно ввозить (τὰ ἐπιτήδεια Xen.);
2) одновременно вносить (ζηλοτυπίαν τῷ μίσει Plut.);
3) вместе с тем умозаключать: ᾧ συνεισάγεται Sext. из чего следует.