χρηστήριος: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=christirios | |Transliteration C=christirios | ||
|Beta Code=xrhsth/rios | |Beta Code=xrhsth/rios | ||
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>241</span>: (<b class="b3">χράω</b> (B) A): <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[oracular]], [[prophetic]], <b class="b3">ἐφετμαί</b> l. c.; ὄρνιθες <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>26</span>; χρηστηρίαν ἐσθῆτα <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span> 1270</span>; τρίπους χ. <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1320</span>; τοὔνομα <span class="bibl">Id.<span class="title">Hel.</span>822</span>; also Ἄπολλον χρηστήριε | |Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>241</span>: (<b class="b3">χράω</b> (B) A): <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[oracular]], [[prophetic]], <b class="b3">ἐφετμαί</b> l. c.; ὄρνιθες <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>26</span>; χρηστηρίαν ἐσθῆτα <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span> 1270</span>; τρίπους χ. <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1320</span>; τοὔνομα <span class="bibl">Id.<span class="title">Hel.</span>822</span>; also Ἄπολλον χρηστήριε [[author of oracles]], <span class="bibl">Hdt.6.80</span>, cf. <span class="title">OGI</span>312 (Aegae, ii B. C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> (χράομαι) = [[χρηστικός]], [[fitted]] or <b class="b2">designed for use, useful</b>, <b class="b3">χρηστήρια σκεύη</b> [[household]] utensils or furniture, <span class="bibl">Pl.Com.27</span> (τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίαν σ. <span class="bibl">Poll.10.11</span>); without <b class="b3">σκεύη</b>, <span class="title">Mnemos.</span> 57.208 (Argos, vi B. C.), <span class="title">OGI</span>326.30 (Teos, ii B. C.); ὅσα σκύτινα τῶν ὅπλων καὶ τῶν χ. <span class="bibl">Str.13.1.48</span>, cf. <span class="bibl">15.2.6</span>, <span class="bibl">Nic.Dam.106J.</span>; τὸν περίβολον καὶ τὰ ἐν αὐτῷ χ. <b class="b2">Expl.Arch.de Délos</b> <span class="bibl">11.291</span>, cf. <span class="bibl">120</span>, Durrbach <b class="b2">Choixd' inscr.de Délos</b> <span class="bibl">119</span> (ii B. C.); τὰ δώματα καὶ τὰ χ. τῶν ὑδάτων <span class="title">Supp.Epigr.</span>8.170 (Palestine), cf. <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>764.37</span> (iii B. C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:24, 1 July 2020
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον A.Eu.241: (χράω (B) A):
A oracular, prophetic, ἐφετμαί l. c.; ὄρνιθες Id.Th.26; χρηστηρίαν ἐσθῆτα Id.Ag. 1270; τρίπους χ. E.Ion1320; τοὔνομα Id.Hel.822; also Ἄπολλον χρηστήριε author of oracles, Hdt.6.80, cf. OGI312 (Aegae, ii B. C.). II (χράομαι) = χρηστικός, fitted or designed for use, useful, χρηστήρια σκεύη household utensils or furniture, Pl.Com.27 (τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίαν σ. Poll.10.11); without σκεύη, Mnemos. 57.208 (Argos, vi B. C.), OGI326.30 (Teos, ii B. C.); ὅσα σκύτινα τῶν ὅπλων καὶ τῶν χ. Str.13.1.48, cf. 15.2.6, Nic.Dam.106J.; τὸν περίβολον καὶ τὰ ἐν αὐτῷ χ. Expl.Arch.de Délos 11.291, cf. 120, Durrbach Choixd' inscr.de Délos 119 (ii B. C.); τὰ δώματα καὶ τὰ χ. τῶν ὑδάτων Supp.Epigr.8.170 (Palestine), cf. PCair.Zen.764.37 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1375] auch 2 Endgn, 1) zum Wahrsager, zum Wahrsagen gehörig, prophetisch; ὄρνιθες Aesch. Spt. 26; ἐφετμἡ Λοξίου Eum. 232, die das Orakel gegeben; ἐσθής, das Kleid des Wahrsagers, Ag. 1243, τρίποδα χρηστήριον λιποῦσα Eur. Ion 1320. – 2) (χράομαι) zum Gebrauche gehörig, bestimmt; χρηστήρια, mit und ohne σκεύη, Geschirr, Hausrath, utensilia, Strab. u. a. Sp.; Poll. 10, 11.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστήριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 241· (χράω (Γ) Α)· - ὁ ἀνήκων εἰς μαντιον, ἐκ μαντείου, μαντικός, προφητικός ἐφετμαὶ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὄρνιθες ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 26· χρηστηρίαν ἐσθῆτα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1270· τρίπους χρ. Εὐρ. Ἴων 1320· τοὔνομα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 822· ὡσαύτως, Ἄπολλον χρηστήριε, δοτὴρ χρησμῶν, Ἡρόδ. 6. 80, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3527, ΙΙ. (χράομαι) ὡς τὸ χρηστικός, κατάλληλος ἢ κατεσκευαμένος ἐπίτηδες πρὸς χρῆσιν, χρήσιμος, χρηστήρια σκεύη, «τὰ πρὸς θεωρίαν ἢ θυσίας σκεύη ὠνόμαζον χρηστήρια, ὡς καὶ Πλάτων ἐν Ἑλλάδι εἴρηκεν ὁ κωμικὸς» Πολυδ. Ι΄ , 11 (ἴδε Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑλλάδι» 6), Στράβ. 604, Συλλ. Ἐπιγρ. 3069 30. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 425.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui concerne les oracles, les prophéties.
Étymologie: χράω³.
Greek Monolingual
-ία, -ον, θηλ. και -ος, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαντείο, προφητικός («χρηστηρίους ὄρνιθας», Αισχύλ.)
2. (ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που δίνει χρησμούς
3. αυτός που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για χρήση, χρηστικός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χρηστήρια
(με ή χωρίς τη λ. σκεύη) μαγειρικά σκεύη ή έπιπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. χρή «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη», με κατάλ. -τήριος (πρβλ. πιεσ-τήριος), και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (για τη σημ. του τ. βλ. λ. χρή)].
Greek Monotonic
χρηστήριος: -α, -ον και -ος, -ονχράω (Γ) I.], αυτός που ανήκει ή προέρχεται από μαντείο, μαντικός, προφητικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· Ἄπολλον χρηστήριε, δότης χρησμών, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
χρηστήριος: и
1) пророческий, вещий (ἐφετμὴ Λοξίου, ὄρνιθες Aesch.; τοὔνομα Eur.; Ἀπόλλων Her.);
2) прорицательский (ἐσθής Aesch.; τρίπους Eur.).
Middle Liddell
χρηστήριος, η, ον [χράω3]
of or from an oracle, oracular, prophetic, Aesch., Eur.; Ἄπολλον χρηστήριε author of oracles, Hdt.