ἐρίδματος: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eridmatos | |Transliteration C=eridmatos | ||
|Beta Code=e)ri/dmatos | |Beta Code=e)ri/dmatos | ||
|Definition=ον<b class="b3">, (δέμω)</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον<b class="b3">, (δέμω)</b> <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[strongly-built]], i.e. [[immovable]], [[unconquerable]], ἔρις ἐ. <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1461</span>(lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:05, 1 July 2020
English (LSJ)
ον, (δέμω)
A strongly-built, i.e. immovable, unconquerable, ἔρις ἐ. A.Ag.1461(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1028] sehr bändigend, ἔρις, Aesch. Ag. 1440, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίδμᾱτος: -ον, (δέμω), ἰσχυρῶς ἐκτισμένος, δηλ. ἀκίνητος, ἀκατάβλητος, ἔρις ἐρ. (πρβλ. θεόδμητος, εὔδμητος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1461: - ὁ Ἕρμαννος ἀναφέρει τὴν λέξ. εἰς τὸ δαμάω, ἐρίδματος ἀνδρὸς ὀϊζὺς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., λίαν δαμάζουσα, καταβάλλουσα τὸν ἄνδρα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor.
établi solidement, inexpugnable.
Étymologie: ἐρι-, δέμω.
Greek Monolingual
ἐρίδματος, -ον (Α)
1. ο ισχυρά, στερεά κτισμένος
2. ο ακατάβλητος («ἔρις ἐρίδματος» — η ακατάβλητη έριδα ή, κατά διαφορετική ερμηνεία, η έριδα που καταβάλλει πάρα πολύ, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -δματος (δέμ-ω)].
Greek Monotonic
ἐρίδμᾱτος: -ον (δέμω), αυτός που είναι κτισμένος πολύ γερά, δηλ. ανίκητος, ακατάβλητος, ή (από το δαμάω) καθυποταγμένος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίδμᾱτος: дор. = ἐρίδμητος.
Middle Liddell
ἐρί-δμᾱτος, ον δέμω
strongly-built, i. e. unconquerable, or (from δαμάὠ all-subduing.