ῥοῦς: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=roys
|Transliteration C=roys
|Beta Code=r(ou=s
|Beta Code=r(ou=s
|Definition=ὁ and ἡ: uncontr. acc. sg. masc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ῥόον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.31</span>; dat. sg. fem. <b class="b3">ῥόῳ</b> ib.<span class="bibl">78</span>; gen. ῥοῦ <span class="bibl">Id.<span class="title">Nat.Mul.</span>32</span>,<span class="bibl">34</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.18.5</span> (fem.), etc.; but ῥοός <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.181</span>, Dsc.1.108; dat. <b class="b3">ῥοΐ</b> interpol. in Dorio ap. <span class="bibl">Ath.7.309f</span>:—[[sumach]], [[Rhus coriaria]], Dsc. l.c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[its fruit]], <span class="bibl">Sol.41</span>, <span class="bibl">Antiph.142.2</span>, <span class="bibl">Alex.127.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>83.4</span>, <span class="bibl">702.29</span> (iii B.C.); used in medicine, Hp. ll. cc.:—the fruit of one kind (ῥ. Συριακή Gal.19.741; ῥ. ἐρυθρός <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.31</span>, Gal.12.353, cf. 922) was used as a spice:— of another, in tanning, ῥ. βυρσοδεψική <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.78</span>; σκυτοδεψικός Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.8.24.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">red ray, Lolium perenne</b>, Dsc.4.43.</span>B: ῥοῦς, ὁ, Att. contr. for [[ῥόος]] (<b class="b2">stream, flow of water, current</b>). <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> v. [[ῥόον]].
|Definition=ὁ and ἡ: uncontr. acc. sg. masc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ῥόον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.31</span>; dat. sg. fem. <b class="b3">ῥόῳ</b> ib.<span class="bibl">78</span>; gen. ῥοῦ <span class="bibl">Id.<span class="title">Nat.Mul.</span>32</span>,<span class="bibl">34</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.18.5</span> (fem.), etc.; but ῥοός <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.181</span>, Dsc.1.108; dat. <b class="b3">ῥοΐ</b> interpol. in Dorio ap. <span class="bibl">Ath.7.309f</span>:—[[sumach]], [[Rhus coriaria]], Dsc. l.c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[its fruit]], <span class="bibl">Sol.41</span>, <span class="bibl">Antiph.142.2</span>, <span class="bibl">Alex.127.6</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>83.4</span>, <span class="bibl">702.29</span> (iii B.C.); used in medicine, Hp. ll. cc.:—the fruit of one kind (ῥ. Συριακή Gal.19.741; ῥ. ἐρυθρός <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.31</span>, Gal.12.353, cf. 922) was used as a spice:— of another, in tanning, ῥ. βυρσοδεψική <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.78</span>; σκυτοδεψικός Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.8.24.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[red ray]], [[Lolium perenne]], Dsc.4.43.</span>B: ῥοῦς, ὁ, Att. contr. for [[ῥόος]] (<b class="b2">stream, flow of water, current</b>). <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> v. [[ῥόον]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:21, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοῦς Medium diacritics: ῥοῦς Low diacritics: ρούς Capitals: ΡΟΥΣ
Transliteration A: rhoûs Transliteration B: rhous Transliteration C: roys Beta Code: r(ou=s

English (LSJ)

ὁ and ἡ: uncontr. acc. sg. masc.

   A ῥόον Hp.Mul.1.31; dat. sg. fem. ῥόῳ ib.78; gen. ῥοῦ Id.Nat.Mul.32,34, Thphr.HP3.18.5 (fem.), etc.; but ῥοός Hp.Mul.2.181, Dsc.1.108; dat. ῥοΐ interpol. in Dorio ap. Ath.7.309f:—sumach, Rhus coriaria, Dsc. l.c.    2 its fruit, Sol.41, Antiph.142.2, Alex.127.6, PCair.Zen.83.4, 702.29 (iii B.C.); used in medicine, Hp. ll. cc.:—the fruit of one kind (ῥ. Συριακή Gal.19.741; ῥ. ἐρυθρός Hp.Mul.1.31, Gal.12.353, cf. 922) was used as a spice:— of another, in tanning, ῥ. βυρσοδεψική Hp.Mul.1.78; σκυτοδεψικός Ruf. ap. Orib.8.24.3.    II red ray, Lolium perenne, Dsc.4.43.B: ῥοῦς, ὁ, Att. contr. for ῥόος (stream, flow of water, current).    II v. ῥόον.

German (Pape)

[Seite 849] ὁ u. ἡ, gen. ῥοῦ u. ῥοός, s. Lob. Phryn. 87, ein kleiner Baum, dessen Rinde und Frucht zum Gerben des Leders gebraucht ward, wahrscheinlich der Sumach, Essigbaum oder Hirschkolbenbaum, rhus cotinus Linn., Theophr. u. A. – Von einer Art wurde die Frucht als Gewürz gebraucht, Ath. II, 68 u. öfter. ὁ, att. zsgzgn statt ῥόος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοῦς: ὁ, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ ῥόος.

French (Bailly abrégé)

1ῥοῦ (ὁ) :
att. c. ῥόος.

Spanish

zumaque

Greek Monolingual

(I)
ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόFος, Α
1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα του νερού (α. «ο ρους του Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῡ», Αισχύλ.
γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους της ιστορίας» β. «παιδείαν... φερομένην κατὰ ῥοῡν, ᾗ ἄν οὗτος φέρῃ», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
φρ. «κατὰ ῥόον» ή «κατὰ ῥοῡν»
i) κατά την κατεύθυνση του ρεύματος, όπως πάει το ρεύμαεἰκῇ κατὰ ῥοῡν πλέοντας», Φιλόδ.
ii) γρήγορα, απότομα («τὰ πράγματα κατὰ ῥόον ἐφέρετο ὥσπερ ἐν κατακλυσμῷ», Κωνστάντιος)
iii) σύμφωνα με... («ἔστ' ἄν ἴοι κατὰ ῥοῡν τὰ πνευματικὰ καὶ τῆς ἀληθείας οἱ χαρα κτῆρες... ἐκφαίνοιντο», Κύριλλ.)
αρχ.
1. θαλάσσιο ρεύμα («ἐξενεχθέντων ὑπό τε τοῡ ῥοῡ καὶ τοῡ ἀνέμου», Θουκ.)
2. ρεύμα ανέμου
3. ρύση, έκκριση νοσηρών υγρών από το σώμα («νενοσηκὸς δὲ τοῡτο τὸ αἷμα καλεῑται ῥοῡς», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥοF- του ῥέω + κατάλ. -ος].
(II)
ο / ῥοῡς, ΝΜΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, που ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες της τάξης ρουτώδη, με 150 περίπου είδη φυλλοβόλων δένδρων, θάμνων και λιανών, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή το είδος Rhus cotinus και το είδος Rhus coriaria, γνωστά σήμερα με τις κοινές ονομασίες κότινος ή σουμάκια, καθώς και ως χρυσόξυλο ή μπογιά το πρώτο και ρούδι το δεύτερο
αρχ.
1. ο καρπός του φυτού αυτού
2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία αἶρα πολυετές φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το όνομα του φυτού έχει συνδεθεί με το ρ. ῥέω (πρβλ. ρους [Ι]), πιθ. λόγω του πλούσιου χυμού του].

Greek Monotonic

ῥοῦς: ὁ, Αττ. συνηρ. αντί ῥόος.

Russian (Dvoretsky)

ῥοῦς: gen. ῥοῦ ὁ стяж. = ῥόος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. and f.
Meaning: sumach, Rhus coriatia (Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The etymology from ῥέω is incorrect; s. André Laromus 15(1956)304ff.