δεξιότης: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(CSV import) |
|||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δεξιός]]<br />[[dexterity]], [[cleverness]], Hdt., Ar.; opp. to [[ἀμαθία]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[δεξιός]]<br />[[dexterity]], [[cleverness]], Hdt., Ar.; opp. to [[ἀμαθία]], Thuc. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[cleverness]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 4 July 2020
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A dexterity, esp. of mind, sharpness, cleverness, σοφίη καὶ δ. Hdt.8.124, cf. Ar.Eq.719, al.; opp. ἀμαθία, Th.3.37. II = δεξίωσις, δ. καὶ φιλία Paus.7.7.5. III courtesy, kindliness (cf. δεξιός v), Ph.2.30. IV fortune, felicity, καιροῦ Lyd.Mag.1.3.
German (Pape)
[Seite 547] ητος, ἡ, 1) Gewandtheit, Geschicklichkeit, Klugheit, καὶ σοφίη Her. 8, 124; der ἀμαθία entgegengesetzt Thuc. 3, 37; vgl. Ar. Equ. 716 Ran. 1007. – 2) = δεξίωσις, καὶ φιλότης Paus. 7, 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιότης: -ητος, ἡ, ἱκανότης, ἐπιδεξιότης, ἐμπειρία, ἰδίως τοῦ νοῦ, εὐφυία, ὀξύνοια, σοφίη καὶ δ. Ἡρόδ. 8. 124, Ἀριστοφ. Ἱππ. 719, κ. ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ ἀμαθία, Θουκ. 3. 37. ΙΙ. = δεξίωσις, Παυσ. 7. 7, 5.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
adresse, dextérité, habileté.
Étymologie: δεξιός.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
• Alolema(s): dór. -τας IAE 36.12 (I d.C.)
1 destreza, habilidad en la guerra ἔδοσαν ... σοφίης δὲ καὶ δεξιότητος Θεμιστοκλέϊ ... στέφανον ἐλαίης Hdt.8.124, del médico para curar, Hp.Morb.Sacr.1.20, τοῦ ὁμιλεῖν I.AI 18.207, cf. 19.88, ἡ περὶ τὰς πράξεις αὐτοῦ δ. I.AI 2.41
•en esp. de la inteligencia agudeza, ingeniosidad, ingenio op. ἀμαθία Th.3.37, cf. Ar.Eq.719, V.1059, Ra.1009, φιλοσοφίας ... ἐγκαταλείμματα περισωθέντα διὰ συντομίαν καὶ δεξιότητα los restos de su filosofía que se han conservado gracias a su brevedad y finura intelectual Arist.Fr.13, para hacer una broma, Plu.2.632a, en la elocuencia δ. καὶ πειθώ D.Chr.27.4, ἡ δεξιότης τῶν λόγων I.AI 9.26.
2 afabilidad, cortesía Ph.2.30, IAE l.c., Luc.Alex.61, Sat.34, D.C.69.5.1, Gr.Thaum.Pan.Or.6.52, Gr.Naz.Ep.204.3
•rectitud moral, Gr.Nyss.Eun.1.106.
3 acogida amable, hospitalidad δ. καὶ φιλία Paus.7.7.5.
4 situación favorable o propicia δ. καιροῦ Lyd.Mag.1.3.
Greek Monotonic
δεξιότης: -ητος, ἡ (δεξιός), ικανότητα, εξυπνάδα, ευφυΐα, οξύνοια, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· αντίθ. προς το ἀμαθία, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
δεξιότης: ητος ἡ разумность, ловкость Thuc., Her. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεξιότης -ητος, ἡ [δεξιός] handigheid, vaardigheid, slimheid. vriendelijkheid, hoffelijkheid.
Middle Liddell
δεξιός
dexterity, cleverness, Hdt., Ar.; opp. to ἀμαθία, Thuc.