εἱρκτή: Difference between revisions
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εἵργω]]<br />an [[inclosure]], [[prison]], Hdt.:—also the [[inner]] [[part]] of the [[house]], the women's apartments, Xen. | |mdlsjtxt=[[εἵργω]]<br />an [[inclosure]], [[prison]], Hdt.:—also the [[inner]] [[part]] of the [[house]], the women's apartments, Xen. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[prison]], [[enclosed place]], [[place of custody]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 4 July 2020
English (LSJ)
or εἰρκ-, Ion. ἐρκτή, ἡ, (εἵργω)
A an inclosure, prison, Hdt.4.146,148, Th.1.131, PTeb.5.260 (ii B. C.), etc.; of the body as prison of the soul, J.BJ2.8.11 (pl.): pl., E.Ba.497, X.Cyr.3.1.19. II inner part of the house, women's apartments, Id.Mem.2.1.5.
German (Pape)
[Seite 735] ἡ, nach B. A. p. 678, 23 attisch, εἰρκτή gewöhnliche Form bei Poll. 4, 125, das Gefängniß; Eur. Bacch. 497. 500 im plur.; ἐς τὴν εἱρκτὴν ἐςπίπτειν Thuc. 1, 131; Xen. Cyr. 3, 1, 19 u. A. Vgl. N. pr.
Greek (Liddell-Scott)
εἱρκτή: Ἰων. ἑρκτή, ἡ, (εἵργω) μέρος περικεκλεισμένον, δεσμωτήριον, φυλακή, Ἡρόδ. 4. 146. 148, Θουκ. 1. 131, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19, κτλ.· ― κατὰ πληθ., Εὐρ. Βάκχ. 497· ― ὡσαύτως, τὸ ἐσωτερικὸν μέρος τῆς οἰκίας, τὸ διὰ τὰς γυναῖκας προωρισμένον, γυναικωνῖτις, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 prison;
2 partie retirée et secrète d’une maison.
Étymologie: εἵργω.
Greek Monolingual
η (Α εἱρκτή και εἰρκτή και ἑρκτή)
φυλακή, δεσμωτήριο
νεοελλ.
πρόσκαιρη κάθειρξη
αρχ.
γυναικωνίτης.
Greek Monotonic
εἱρκτή: Ιων. ἑρκτή, ἡ (εἵργω), εσώκλειστο μέρος, φυλακή, σε Ηρόδ.· επίσης, το εσωτερικό μέρος ενός σπιτιού, τα γυναικεία «διαμερίσματα», σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εἱρκτή: ион. ἑρκτή ἡ
1) темница, тюрьма Her., Thuc., Xen., Plut., pl. Eur.;
2) внутренняя часть дома, женская половина Xen.
Middle Liddell
εἵργω
an inclosure, prison, Hdt.:—also the inner part of the house, the women's apartments, Xen.