λουτροφόρος: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λουτροφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ὕδωρ]] πρὸς λοῦσιν· ([[λουτρόν]]). - [[παῖς]], [[παρθένος]] λ., ἐν Ἀθήναις, [[παῖς]] ἄρρην ἐγγύτατα συγγενὴς τοῦ γαμβροῦ, φέρων εἰς αὐτὸν [[ὕδωρ]] ἐκ τῆς κρήνης Καλλιρρόης κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου [[αὐτοῦ]], πρβλ. Ἁρπ. ἐν λέξ., Παυσ. 2. 10, 4, | |lstext='''λουτροφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ὕδωρ]] πρὸς λοῦσιν· ([[λουτρόν]]). - [[παῖς]], [[παρθένος]] λ., ἐν Ἀθήναις, [[παῖς]] ἄρρην ἐγγύτατα συγγενὴς τοῦ γαμβροῦ, φέρων εἰς αὐτὸν [[ὕδωρ]] ἐκ τῆς κρήνης Καλλιρρόης κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου [[αὐτοῦ]], πρβλ. Ἁρπ. ἐν λέξ., Παυσ. 2. 10, 4, Πολυδ. Γ΄, 43· [[ἐντεῦθεν]] λουτροφόρου χλιδῆς Εὐρ. Φοίν. 341. 2) ὡς οὐσιαστ., [[λουτροφόρος]], ἡ, ἡ μέλαινα [[ὑδρία]] ἡ τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τάφου τῶν ἀγάμων, Δημ. 1086. 15., 1089. 23· «τῶν δ’ ἀγάμων [[λουτροφόρος]] τῷ μνήματι ἐφίστατο, [[κόρη]] [[ἀγγεῖον]] ἔχουσα ὑδροφόρον» Πολυδ. Η΄, 66, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 272· καλουμένη καὶ λιβύς, Ἡσύχ. Ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. [[βαλανεῖον]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[λουτροφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει [[νερό]] για [[λουτρό]] («[[λουτροφόρος]] παῑς» — [[αγόρι]] που [[κατά]] την [[ημέρα]] του γάμου κοντινού συγγενούς του μετέφερε σε αυτόν [[νερό]] για [[πλύσιμο]] από την [[κρήνη]] Καλλιρρόη, <b> | |mltxt=-ο (Α [[λουτροφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει [[νερό]] για [[λουτρό]] («[[λουτροφόρος]] παῑς» — [[αγόρι]] που [[κατά]] την [[ημέρα]] του γάμου κοντινού συγγενούς του μετέφερε σε αυτόν [[νερό]] για [[πλύσιμο]] από την [[κρήνη]] Καλλιρρόη, <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[λουτροφόρος]]<br /><b>αρχαιολ.</b> α) [[άγαλμα]] κόρης ή αγοριού που κρατά [[υδρία]] και [[είναι]] τοποθετημένο σε τάφο αγάμων<br />β) [[αγγείο]] με δύο λαβές με το οποίο μεταφερόταν [[νερό]] για [[πλύσιμο]] της νύφης [[πριν]] από τον γάμο<br />γ) [[υδρία]] που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λουτρόν]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:35, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A bringing water: παῖς, παρθένος λ. at Athens the boy or girl who, as next of kin to the bridegroom, fetched him water from the fountain Callirrhoe on his wedding day, Harp. s.v., Paus.2.10.4, Poll.3.43: hence λ. χλιδή marriageceremony, E.Ph.348 (lyr.). 2 as Subst., λουτροφόρος, ἡ, black urn placed on the tomb of an unmarried person, D.44.18,30, Poll.8.66; cf. λίβυς.
Greek (Liddell-Scott)
λουτροφόρος: -ον, ὁ φέρων ὕδωρ πρὸς λοῦσιν· (λουτρόν). - παῖς, παρθένος λ., ἐν Ἀθήναις, παῖς ἄρρην ἐγγύτατα συγγενὴς τοῦ γαμβροῦ, φέρων εἰς αὐτὸν ὕδωρ ἐκ τῆς κρήνης Καλλιρρόης κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου αὐτοῦ, πρβλ. Ἁρπ. ἐν λέξ., Παυσ. 2. 10, 4, Πολυδ. Γ΄, 43· ἐντεῦθεν λουτροφόρου χλιδῆς Εὐρ. Φοίν. 341. 2) ὡς οὐσιαστ., λουτροφόρος, ἡ, ἡ μέλαινα ὑδρία ἡ τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τάφου τῶν ἀγάμων, Δημ. 1086. 15., 1089. 23· «τῶν δ’ ἀγάμων λουτροφόρος τῷ μνήματι ἐφίστατο, κόρη ἀγγεῖον ἔχουσα ὑδροφόρον» Πολυδ. Η΄, 66, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 272· καλουμένη καὶ λιβύς, Ἡσύχ. Ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. βαλανεῖον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte de l’eau pour un bain ; particul. λουτροφόρος παῖς jeune garçon qui apportait au fiancé, le jour du mariage, de l’eau de la fontaine Callirrhoé;
2 subst. ἡ λουτροφόρος (s.e. παρθένος) statue de jeune femme portant l’eau de ce bain et qu’on plaçait sur la tombe des célibataires.
Étymologie: λουτρόν, φέρω.
Greek Monolingual
-ο (Α λουτροφόρος, -ον)
1. αυτός που μεταφέρει νερό για λουτρό («λουτροφόρος παῑς» — αγόρι που κατά την ημέρα του γάμου κοντινού συγγενούς του μετέφερε σε αυτόν νερό για πλύσιμο από την κρήνη Καλλιρρόη, Πολυδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η λουτροφόρος
αρχαιολ. α) άγαλμα κόρης ή αγοριού που κρατά υδρία και είναι τοποθετημένο σε τάφο αγάμων
β) αγγείο με δύο λαβές με το οποίο μεταφερόταν νερό για πλύσιμο της νύφης πριν από τον γάμο
γ) υδρία που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + -φόρος (< φέρω)].
Greek Monotonic
λουτροφόρος: -ον (φέρω)·
1. αυτός που φέρει (κουβαλάει) νερό για λούσιμο· ιδίως, στην Αθήνα, αρσενικό παιδί, κοντινός συγγενής του γαμπρού, το οποίο έφερνε σ' αυτόν την ημέρα του γάμου του νερό από τη βρύση (πηγή) Καλλιρρόη· απ' όπου, λουτροφόρος χλιδή, τελετή του γάμου, σε Ευρ.
2. ως ουσ., λουτροφόρος, ἡ, μαύρο, μέλαν αγγείο που τοποθετούσαν στον τάφο των άγαμων ανδρών ή γυναικών, σε Δημ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λουτροφόρος: II ἡ (sc. παρθένος) дева, приносящая воду (статуя, по по друг. - sc. ὑδρία - ваза, которая ставилась на могиле умерших девушек) Dem.
приносящий воду для (обрядовых брачных) омовений: λ. χλιδή Eur. обряд брачного омовения.
Middle Liddell
λουτρο-φόρος, ον φέρω
1. bringing water for bathing or washing, esp. from the fountain Callirrhoe on the wedding-day: hence, λ. χλιδή the marriage-ceremony, Eur.
2. as Subst., λουτροφόρος, the black urn placed on the tomb of unmarried persons, Dem., Anth.