ἀνερμάτιστος: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνερμάτιστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἕρματος, [[ἤτοι]] «σαβούρας», [[ὥσπερ]] τὰ ἀν. πλοῖα Πλάτ. Θεαίτ. 144Α. 2) μεταφ., ἀν. [[τράπεζα]], κενή, Πλούτ. 2. 704Β· μεταφ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, [[μετέωρος]], ἄστατος, [[αὐτόθι]] 501D, «[[κοῦφος]] τὴν διάνοιαν» | |lstext='''ἀνερμάτιστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἕρματος, [[ἤτοι]] «σαβούρας», [[ὥσπερ]] τὰ ἀν. πλοῖα Πλάτ. Θεαίτ. 144Α. 2) μεταφ., ἀν. [[τράπεζα]], κενή, Πλούτ. 2. 704Β· μεταφ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, [[μετέωρος]], ἄστατος, [[αὐτόθι]] 501D, «[[κοῦφος]] τὴν διάνοιαν» Πολυδ. Ε΄, 121, - «[[ἀνερμάτιστος]] [[ναῦς]]· κούφη σαβούρας» Ἡσύχ. - Ρουγκ. Λογγῖν. 2. 2. - Ἐπίρρ. -στως Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1713, ἔκδ. Μί. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A without ballast, ὥσπερ τὰ ἀ. πλοῖα Pl.Tht.144a; unstable, Olymp.in Mete.147.4, cf. Gal.UP2.14. 2 metaph., ἀ. τράπεζα an empty table, Plu.2.704b; unstable, εἶδος Dam.Pr.413; also of persons, without ballast, Ph.2.451, Plu.2.501d, Plot.1.8.8; ἀ. ἐαθέντα τὰ μεγάλα Longin.2.2.
German (Pape)
[Seite 226] nicht mit Ballast beschwert, πλοῖα Plat. Theaet. 144 a; τράπεζα, unbesetzt, Plut. Symp. 7, 4, 6. Dah. schwankend, unbeständig, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερμάτιστος: -ον, ὁ ἄνευ ἕρματος, ἤτοι «σαβούρας», ὥσπερ τὰ ἀν. πλοῖα Πλάτ. Θεαίτ. 144Α. 2) μεταφ., ἀν. τράπεζα, κενή, Πλούτ. 2. 704Β· μεταφ., ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, μετέωρος, ἄστατος, αὐτόθι 501D, «κοῦφος τὴν διάνοιαν» Πολυδ. Ε΄, 121, - «ἀνερμάτιστος ναῦς· κούφη σαβούρας» Ἡσύχ. - Ρουγκ. Λογγῖν. 2. 2. - Ἐπίρρ. -στως Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1713, ἔκδ. Μί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas d’aplomb, d’assiette.
Étymologie: ἀ, ἑρματίζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene lastre πλοῖα Pl.Tht.144a, cf. Hsch.
•inestable, movedizo ὁ Τάρταρος Olymp.in Mete.147.4.
2 fig. de pers. inseguro, sin principios Plu.2.501d, Plot.1.8.8
•inestable τὰ μεγάλα Longin.2.2, εἶδος Dam.Pr.413.
3 fig. vacío τράπεζα Plu.2.704b.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνερμάτιστος, -ον)
1. (για πλοία) χωρίς έρμα, σαβούρα
2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση
2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα
αρχ.
ο άδειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, υποστήριγμα»].
Russian (Dvoretsky)
ἀνερμάτιστος:
1) ненагруженный, порожний (πλοῖα Plat.);
2) ненакрытый, пустой (τράπεζα Plut.);
3) перен. неустойчивый, шаткий (ἄνθρωπος ἀκυβέρνητος καὶ ἀ. Plut.).