λίγδα: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ligda | |Transliteration C=ligda | ||
|Beta Code=li/gda | |Beta Code=li/gda | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v. [[λίγδος]] <span class="bibl">111</span>. λιγδαρεοχύται· <b class="b3">οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς <ς>άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις</b>, Hsch. λιγδεύει· | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v. [[λίγδος]] <span class="bibl">111</span>. λιγδαρεοχύται· <b class="b3">οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς <ς>άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις</b>, Hsch. λιγδεύει· [[ἀπηθεῖ]], Id.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:05, 8 July 2020
English (LSJ)
A v. λίγδος 111. λιγδαρεοχύται· οἱ ἐν ταῖς λίγδαις τὰς <ς>άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις, Hsch. λιγδεύει· ἀπηθεῖ, Id.
German (Pape)
[Seite 43] ἡ, = λίγδος, vgl. ἴγδη, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
λίγδα: «ἡ ἀκόνη. καὶ ἡ ἀκονία» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
η (Μ λιγδα)
το λίπος, ιδίως το χοιρινό, η γλίνα
νεοελλ.
1. λεκές από λίπος ή λάδι
2. μτφ. άνθρωπος του οποίου η συναναστροφή ρυπαίνει ηθικά τους άλλους
3. κοινή ονομασία του ψαριού σαργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίγδα (II). Κατ' άλλη άποψη, < γλίδα, με αντιμετάθεση < γλίνη «πηλός»].
(II)
λίγδα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λίγδην.