ἐκλειπτικός: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekleiptikos | |Transliteration C=ekleiptikos | ||
|Beta Code=e)kleiptiko/s | |Beta Code=e)kleiptiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or [[caused by an eclipse]], σελήνης χρόνοι <span class="bibl">Hipparch.3.5.1a</span>; πανσέληνοι Plu.2.145c; | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or [[caused by an eclipse]], σελήνης χρόνοι <span class="bibl">Hipparch.3.5.1a</span>; πανσέληνοι Plu.2.145c; [[ἐπισκοτήσεις]] ib.932a; συγκρίσεις ἡλίου καὶ σελήνης <span class="bibl">Str.1.1.12</span> ; [[ἀριθμός]] dub. in Doroth. ap. <span class="bibl">Heph.Astr.3.20</span>; <b class="b3">ἐκλειπτικόν, τό,</b> <b class="b2">part of moon's orbit in which eclipses take place</b>, <span class="bibl">Gem.11.6</span>, cf.Paul.Al.<span class="title">O.</span>2; <b class="b3">ἐ. ζῴδιον, τόπος</b>, <span class="bibl">Vett.Val.5.28</span>,<span class="bibl">7.10</span>,al. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">ὁ ἐ</b>. (sc. [[κύκλος]]) [[ecliptic]], = [[ὁ ἡλιακός]], so called because it is <b class="b2">the circle in the plane of which the sun and moon must be to produce eclipses</b>, interpol. in <span class="bibl">Cleom.2.5</span>, <span class="bibl">Ach.Tat.<span class="title">Intr.Arat.</span> 23</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Gramm., [[elliptical]], <span class="bibl">Pall.<span class="title">in Hp.</span>2.145D.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:45, 8 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of or caused by an eclipse, σελήνης χρόνοι Hipparch.3.5.1a; πανσέληνοι Plu.2.145c; ἐπισκοτήσεις ib.932a; συγκρίσεις ἡλίου καὶ σελήνης Str.1.1.12 ; ἀριθμός dub. in Doroth. ap. Heph.Astr.3.20; ἐκλειπτικόν, τό, part of moon's orbit in which eclipses take place, Gem.11.6, cf.Paul.Al.O.2; ἐ. ζῴδιον, τόπος, Vett.Val.5.28,7.10,al. II ὁ ἐ. (sc. κύκλος) ecliptic, = ὁ ἡλιακός, so called because it is the circle in the plane of which the sun and moon must be to produce eclipses, interpol. in Cleom.2.5, Ach.Tat.Intr.Arat. 23. III Gramm., elliptical, Pall.in Hp.2.145D.
German (Pape)
[Seite 766] ή, όν, zur ἔκλειψις gehörig, Plut. Rom. 12 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλειπτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἔκλειψιν, σύνοδος ἐκλειπτικὴ σελήνης πρὸς ἥλιον Πλουτ. Ρωμ. 12· τοῖς ἐκλειπτικοῖς πάθεσιν Ἠθικ. 923Α, 933Ε, κτλ. ΙΙ. ὁ ἐκλειπτικὸς (ἐνν. κύκλος) = ὁ ἡλιακός, οὕτως ὀνομασθεὶς ἐπειδὴ εἶναι ὁ κύκλος, ἐν τῷ ἐπιπέδῳ τοῦ ὁποίου πρέπει νὰ συμπέσωσιν ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη, ὅπως γείνωσιν ἐκλείψεις, πρῶτον ἐν τῷ εἰς Ἄρατ. ὑπομνήματι, ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Ἵππαρχον, καὶ παρὰ Πτολ.· ἴδε Lewis Astr. of Ancients σ. 217.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les éclipses ; ἡ ἐκλειπτική éclipse;
2 ὁ ἐκλειπτικός (κύκλος) l’écliptique.
Étymologie: ἐκλείπω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Grafía: graf. ἐκληπτ- Pall.in Hp.145
I astr.
1 propio de un eclipse ἐκλειπτικὴ (ἐπισκότησις) τῆς σελήνης τῇ σκιᾷ καταλαμβανούσης τὴν ὄψιν el oscurecimiento eclíptico, cuando la luna intercepta la visión con su sombra Plu.2.932a, de señales astrol., Manil.4.848.
2 en que se producen eclipses χρόνοι Hipparch.3.5.1a, διὰ τῶν ἐκλειπτικῶν ἡλίου καὶ σελήνης συγκρίσεων Hipparch.Fr.Geog.11, τῶν ἐκλειπτικῶν ἔμπειρος οὖσα πανσελήνων Plu.2.145c, cf. 933e, Κριός Vett.Val.5.25, κύκλος Vett.Val.7.6, cf. 29.6.
3 subst. τὸ ἐ. lugar, zona donde se produce el eclipse ὅταν ... διὰ μέσου τοῦ ἐκλειπτικοῦ ἡ σελήνη τὴν πάροδον ποιῆται Gem.11.6, cf. Paul.Al.73.4, ἐ. (κύκλος) llamado tb. ἡλιακός Ach.Tat.Intr.Arat.23
•ἡ ἐ. la eclíptica Macr.Sat.1.15.10.
II gram. elíptico ὁ λόγος ref. a un aforismo hipocrático, Pall.l.c.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐκλειπτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έκλειψη
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η εκλειπτική
ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας τον οποίο διαγράφει η γη κατά την περιφορά της γύρω από τον ήλιο
αρχ.
1. αυτός που προκλήθηκε από έκλειψη
2. μέρος του σεληνιακού κύκλου όπου γίνονται εκλείψεις
3. γραμμ. ελλειπτικός
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐκλειπτικός (ενν. κύκλος)
ο ηλιακός, επειδή στο επίπεδό του πρέπει να συμπέσουν ο ήλιος και η σελήνη για να γίνει έκλειψη.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλειπτικός:
1) относящийся к затмению (солнца или луны) (περίοδοι Plut.);
2) совпадающий с затмением (σύνοδος Plut.).