πέμμα: Difference between revisions
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pemma | |Transliteration C=pemma | ||
|Beta Code=pe/mma | |Beta Code=pe/mma | ||
|Definition=ατος, τό, (πέσσω) <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, (πέσσω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[any kind of dressed food]]: mostly in pl., [[pastry]], [[cakes]], [[sweetmeats]], <span class="bibl">Stesich.2</span>, <span class="bibl">Panyas.26</span>, <span class="bibl">Hdt.1.160</span>, <span class="bibl">Antiph. 174.2</span>; <b class="b3">Ἀττικὰ π</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>404d</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:45, 11 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, (πέσσω) A any kind of dressed food: mostly in pl., pastry, cakes, sweetmeats, Stesich.2, Panyas.26, Hdt.1.160, Antiph. 174.2; Ἀττικὰ π. Pl.R.404d.
German (Pape)
[Seite 553] τό, ursprünglich jede gekochte, am Feuer zubereitete Speise, bes. aber Backwerk, Kuchen und Zuckerwerk, was zum Nachtisch gehört; πέμματα ἐπέσσετο, Her. 1, 160; Plat. Rep. III, 404 d; Luc. Nigr. 33 u. öfter; Plut. u. A.; λιπόωντα, Leon. Al. 19 (IV, 324).
Greek (Liddell-Scott)
πέμμα: τό, (πέσσω, πέπτω) πᾶν εἶδος τροφῆς παρεσκευασμένης μαγειρικῶς· ἀλλ· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., πκακούντια, γλυκίσματα, Στησίχ. 2, Ἡρόδ. 1. 1, 160, Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμοίοις» 1· Ἀττικὰ πέμ. Πλάτ. Πολ. 404D· πρβλ. πόνανον - Καθ’ Ἠσύχ.: «πέμμα· εἶδος πλακοῦντος. καὶ πᾶν πεπτόμενον», καὶ «πέμματα· ποικίλα ἐδέσματα πλακουντικά».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gâteau, pâtisserie ; τὰ πέμματα les friandises.
Étymologie: πέπτω.
Spanish
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α
1. κάθε είδος μαγειρεμένης τροφής
2. συν. στον πληθ. τά πέμματα
γλυκίσματα τών αρχαίων που έμοιαζαν με πίτες, πλακούντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέσσω «μαλακώνω, βράζω, χωνεύω» + κατάλ. -μα (πρβλ. νίμμα)].
Greek Monotonic
πέμμα: -ατος, τό (πέσσω), οποιοδήποτε είδος μαγειρεμένου φαγητού, αλλά συνήθως στον πληθ., γλύκισμα, κέικ, γλυκό φαγητό, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέμμα -ατος, τό [πέπτω] meestal plur., koek, gebak.
Russian (Dvoretsky)
πέμμα: ατος τό πέπτω = πέσσω печенье, пирог Her., Plat., Luc.
Middle Liddell
πέμμα, ατος, τό, πέσσω
any kind of dressed food; but mostly in pl., pastry, cakes, sweetmeats, Hdt.