περιτείνω: Difference between revisions
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periteino | |Transliteration C=periteino | ||
|Beta Code=peritei/nw | |Beta Code=peritei/nw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[stretch all round]] or [[over]], <b class="b3">π. τούτοισι</b> (sc. τοῖσι νομεῦσἰ διφθέρας <span class="bibl">Hdt.1.194</span> ; <b class="b3">ὠμοβοέην π</b>. <span class="bibl">Id.4.65</span> ; <b class="b3">περὶ ταῦτα</b> (sc. <b class="b3">τὰ ξύλἀ πίλους… π</b>. ib.<span class="bibl">73</span>; ἐπὶ τράπεζαν ὕδατος κύαθον <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>355b28</span> :— Pass., <b class="b3">δέρμα περιτεταμένον</b> [[tight-stretched]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>2</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 548b32</span>, al.; <b class="b3">νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης</b> [[being spread round]]... <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ti.</span>66b</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>354b24</span>; <b class="b3">ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη</b> [[covered]] with a skin, <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>498</span>; <b class="b3">περιτετάσθαι τῷ κελύφει</b> [[fit]] the pod [[tight]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">CP</span>4.12.11</span>; <b class="b3">ἡ κοιλία περιτείνεται</b> [[is distended]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>591b2</span>; <b class="b3">οἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσίν</b> [[become aduncate]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span>14</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:25, 11 December 2020
English (LSJ)
A stretch all round or over, π. τούτοισι (sc. τοῖσι νομεῦσἰ διφθέρας Hdt.1.194 ; ὠμοβοέην π. Id.4.65 ; περὶ ταῦτα (sc. τὰ ξύλἀ πίλους… π. ib.73; ἐπὶ τράπεζαν ὕδατος κύαθον Arist.Mete.355b28 :— Pass., δέρμα περιτεταμένον tight-stretched, Hp.Prog.2, cf. Arist.HA 548b32, al.; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης being spread round... Pl. Ti.66b, cf. Arist.Mete.354b24; ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη covered with a skin, Id.Fr.498; περιτετάσθαι τῷ κελύφει fit the pod tight, Thphr. CP4.12.11; ἡ κοιλία περιτείνεται is distended, Arist.HA591b2; οἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσίν become aduncate, Hp.Loc.Hom.14.
German (Pape)
[Seite 596] (s. τείνω), umspannen, darum, darüber spannen, τὶ περί τι, Her. 4, 73; νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, Plat. Tim. 66 b; ὑμένα περιτείνουσι τῷ κόσμῳ, Plut. plac. phil. 2, 7; – nach allen Seiten oder sehr ausspannen und eine Geschwulst verursachen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
περιτείνω: τανύω καὶ ἁπλώνω τι ὁλόγυρα ἐπάνω εἴς τι, περιτείνουσι τούτοισι (δηλ. τοῖς νομεῦσι) διφθέρας, τανύουσι περὶ αὐτούς, ἔξωθεν δέρματα (νομεῖς δὲ εἶναι αἱ πλευραὶ πλοίου), Ἡρόδ. 1. 194· ὠμοβοέην περιτείνει 4. 65· περὶ ταῦτα (δηλ. τὰ ξύλα) πίλους... π. αὐτόθι 73. ― Παθ., δέρμα περιτεταμένον, ἰσχυρῶς ἐκτεταμένον, «τεντωμένον», Ἱππ. Προγν. 36, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 9, κ. ἀλλ.,· νοτίδος περὶ ἀέρα περιταθείσης, ἐκταθείσης εἰς τὸν ἀέρα.., Πλάτ. Τίμ. 66Β, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6 καὶ 18· ὡσαύτως, ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη, ἔχουσα περικάλυμμα ἐκ δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 456· ἡ κοιλία περιτείνεται, τεντώνεται, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 27.
French (Bailly abrégé)
Pass. ao. περιετάθην, pf. περιτέταμαι;
tendre tout autour, acc. ; τι περί τι ou τί τινι tendre une chose autour d’une autre.
Étymologie: περί, τείνω.
Greek Monolingual
ΜΑ τείνω
1. τεντώνω και απλώνω κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι
2. παθ. περιτείνομαι
α) τεντώνομαι, εκτείνομαι πολύ
β) (για νερό) εξαπλώνομαι («τοῦ ὕδατος περὶ την γῆν περιτεταμένου», Αριστοτ.)
γ) καλύπτομαι ολόγυρα από κάτι που είναι τεντωμένο («ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη», Αριστοτ.) δ) ιατρ. πρήζομαι, φουσκώνω
ε) προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι σφιχτά («oἱ ὄνυχες περιτεταμένοι εἰσί» — τα νύχια είναι σφιχτά προσαρμοσμένα στα άκρα, Ιπποκρ.)
3. φρ. α) «περιτείνομαι περὶ ἀέρα» — εκτείνομαι στον αέρα.
Greek Monotonic
περιτείνω: μέλ. -τενῶ, τεντώνω ολόγυρα ή πάνω από, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
περιτείνω: (pass.: aor. περιετάθην, pf. περιτέταμαι) натягивать вокруг, обтягивать (διφθέρας τοῖς νομεῦσι, πίλους περὶ ξύλα Her.; ἀσπὶς δέρματι περιτεταμένη Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-τείνω om... heen spannen:. δέρμα περιτεταμένον een strakgespannen huid Hp. Prog. 2.