πιστωτικός: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pistotikos
|Transliteration C=pistotikos
|Beta Code=pistwtiko/s
|Beta Code=pistwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[confirmatory]], <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>2.9</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[confirmatory]], <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>2.9</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:25, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστωτικός Medium diacritics: πιστωτικός Low diacritics: πιστωτικός Capitals: ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pistōtikós Transliteration B: pistōtikos Transliteration C: pistotikos Beta Code: pistwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A confirmatory, Hermog.Id.2.9.

German (Pape)

[Seite 621] bestätigend, Hermogen.

Greek (Liddell-Scott)

πιστωτικός: -ή, -όν, (πιστόω) βεβαιωτικός, Ἑρμογέν. Ρητορ. 364, 22.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πιστωτικός, -ή, -όν, ΝΑ πιστώ
1. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστωση ή αυτός που έχει χαρακτήρα πίστωσης
2. φρ. α) «πιστωτικά ιδρύματα» — ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, τράπεζες ή συνεταιρισμοί που εξυπηρετούν την εξεύρεση και παροχή πιστώσεων
β) «πιστωτική ένωση» — πιστωτικός συνεταιρισμός σχηματιζόμενος από ομάδα ανθρώπων με κάποιο κοινό σκοπό, οι οποίοι κατ' ουσίαν αποταμιεύουν από κοινού και παρέχουν δάνεια ο ένας στον άλλο με χαμηλό κόστος
γ) «πιστωτική επιστολή» — η εντολή από μία τράπεζα σε άλλη τράπεζα με την οποία το πρόσωπο που αναφέρεται σε αυτήν έχει το δικαίωμα να εισπράξει χρηματικό ποσό, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί ορισμένο μέγεθος
δ) «πιστωτική κάρτα» — μικρή κάρτα η οποία περιέχει στοιχεία ταυτότητας και παρέχει το δικαίωμα στο πρόσωπο που αναφέρεται σε αυτήν να χρεώνει περιοδικά τον λογαριασμό του με την αξία αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζει
ε) «πιστωτικό γραφείο» — οργανισμός που παρέχει πληροφόρηση σε εμπόρους ή άλλες επιχειρήσεις σχετιζόμενη με την πιστοληπτική ικανότητα τών πελατών τους
στ) «πιστωτικοί τίτλοι»
(νομ.) αξιόγραφα στα οποία, εκτός από την ενσωμάτωση του δικαιώματος, ισχύουν ορισμένες ειδικότερες αρχές, όπως είναι η αρχή της γραμματοπαγείας και η αρχή της αυτονομίας, όπως λ.χ. είναι η συναλλαγματική, το γραμμάτιο εις διαταγήν, η επιταγή, η θαλάσσια φορτωτική, τα αποθετήρια, τα ενεχυρόγραφα.