ἁλουργής: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alourgis
|Transliteration C=alourgis
|Beta Code=a(lourgh/s
|Beta Code=a(lourgh/s
|Definition=ές, (ἅλς, ἔργον) lit. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wrought in]] or [[by the sea]], always in sense [[sea-purple]], i.e. [[genuine purple dye]], opp. imitations, <b class="b3">ἐμβαίνονθ' ἁλουργέσιν</b> on [[cloths of purple]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>946</span>; μίτρα ἁ. <span class="bibl">Pherecr. 100</span>; στρώμαθ' ἁ. <span class="bibl">Anaxandr.41.7</span>; γῆ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>110c</span>; τὸ ἁ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span> 792a7</span>:—less freq. ἁλουργός, όν (also ά, όν <span class="bibl">Phylarch.41</span>), ἔρια <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 429d</span>; χιτωνίσκος <span class="title">IG</span>2.754.12,14, etc. (but <b class="b3">χ. ἁλουργής</b> ib.21); στολαί Phylarch. l.c.; στρωμναί <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>12</span>, <span class="title">AB</span>81:—also ἁλουργοῦς, οῦν, <span class="title">IG</span>2.757, v.l. in <span class="bibl">Arist.<span class="title">Sens.</span>442a24</span>, Ion. ἁλοργοῦς <span class="title">GDI</span>5702.23 (Samos).</span>
|Definition=ές, (ἅλς, ἔργον) lit. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wrought in]] or [[by the sea]], always in sense [[sea-purple]], i.e. [[genuine purple dye]], opp. imitations, <b class="b3">ἐμβαίνονθ' ἁλουργέσιν</b> on [[cloths of purple]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>946</span>; μίτρα ἁ. <span class="bibl">Pherecr. 100</span>; στρώμαθ' ἁ. <span class="bibl">Anaxandr.41.7</span>; γῆ <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>110c</span>; τὸ ἁ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Col.</span> 792a7</span>:—less freq. ἁλουργός, όν (also ά, όν <span class="bibl">Phylarch.41</span>), ἔρια <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 429d</span>; χιτωνίσκος <span class="title">IG</span>2.754.12,14, etc. (but <b class="b3">χ. ἁλουργής</b> ib.21); στολαί Phylarch. l.c.; στρωμναί <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>12</span>, <span class="title">AB</span>81:—also ἁλουργοῦς, οῦν, <span class="title">IG</span>2.757, v.l. in <span class="bibl">Arist.<span class="title">Sens.</span>442a24</span>, Ion. ἁλοργοῦς <span class="title">GDI</span>5702.23 (Samos).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:15, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλουργής Medium diacritics: ἁλουργής Low diacritics: αλουργής Capitals: ΑΛΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: halourgḗs Transliteration B: halourgēs Transliteration C: alourgis Beta Code: a(lourgh/s

English (LSJ)

ές, (ἅλς, ἔργον) lit.    A wrought in or by the sea, always in sense sea-purple, i.e. genuine purple dye, opp. imitations, ἐμβαίνονθ' ἁλουργέσιν on cloths of purple, A.Ag.946; μίτρα ἁ. Pherecr. 100; στρώμαθ' ἁ. Anaxandr.41.7; γῆ Pl.Phd.110c; τὸ ἁ. Arist.Col. 792a7:—less freq. ἁλουργός, όν (also ά, όν Phylarch.41), ἔρια Pl.R. 429d; χιτωνίσκος IG2.754.12,14, etc. (but χ. ἁλουργής ib.21); στολαί Phylarch. l.c.; στρωμναί Plu.Lyc.12, AB81:—also ἁλουργοῦς, οῦν, IG2.757, v.l. in Arist.Sens.442a24, Ion. ἁλοργοῦς GDI5702.23 (Samos).

German (Pape)

[Seite 109] ές, = ἁλουργός, τὰ ἁλ., Purpurdecken, Aesch. Ag. 920; γῆ Plat. Phaed. 110 e; Ar. bei B. A. 380.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλουργής: -ές, (ἅλς, ἔργον) κατασκευασθεὶς ἐν τῇ θαλάσσῃ ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ πορφυροῦ χρώματος, τοῦ ἐκ γνησίας πορφύρας, πρὸς ἀντιδιαστολὴν ἐκ τῶν κατ’ ἀπομίμησιν χρωμάτων, ἐμβαίνονθ’ ἁλουργέσιν, φοροῦντα ἱμάτια πορφυρᾶ (ἴδε Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 5), Αἰσχύλ. Ἀγ. 946· μίτρα ἁλουργής, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, στρώμαθ’ ἁλουργῆ, Ἀναξανδρ. «ἐν Πρωτεσιλάῳ» 1. 7· γῆ, Πλάτ. Φαίδ. 110C· τὸ ἁλουργές, Ἀριστ., κτλ.: - ὡσαύτως ἁλουργός, όν, ἔρια, ὁ αὐτ. Πολ. 429D: χιτωνίσκος, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 10, 14, κτλ.: (ἀλλὰ χ. ἁλουργής, ὁ αὐτ. 24)· στρωμναί, Κωμ. Ἀν. 295Α, ἀλλ’ ὁ τύπος οὗτος εἶναι ἧττον συνήθης, Α. Β. 81. - Τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων τοῦ Πλάτ. Τίμ. 68C. παρέχουσιν οὐδέτερον ἁλουργοῦν, ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. ἁλουργέος· καὶ παρ’ Ἀθ. 540Α. εὕρηται θηλ. αἰτ. πληθ. ἁλουργάς· πρβλ. ἁλιπόρφυρος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en pourpre ; τὰ ἁλουργῆ vêtements de pourpre.
Étymologie: ἅλς¹, ἔργον.
Par. πορφύρα.

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1teñido de púrpura auténtica, purpúreo, de púrpura μίτρα Pherecr.100, στρώμαθ' ἁ. Anaxandr.41.7, στρωμναί Plu.Lyc.13, ἱμάτια Heraclid.Pont.55, D.C.42.40.4, χλαμὺς σηρική D.C.59.17.3, χιτών X.Eph.1.2.6, ἐσθής Luc.Im.11, D.C.49.16.1, cf. I.AI 8.183, ὑπένδυμα AP 6.292 (Hedyl.), ἐμπετάσμασιν ... ἁλουργέσιν I.AI 17.197.
2 subst. τὸ ἁ. tapiz, tela purpúrea ἐμβαίνονθ' ἁλουργέσιν A.A.946
paño purpúreo χιτωνίσκον περιήγητον ἐκπλύτῳ ἁλουργεῖ IG 22.1514.21 (IV a.C.), παρυπηργμένον ἁλουργές IG 22.1522.20 (IV a.C.).
II 1de color púrpura γῆ Pl.Phd.110c.
2 subst. τὸ ἁ. tinte o color púrpura τὰ δὲ τοῖς τῶν ζῴων χυλοῖς, καθάπερ καὶ τὸ ἁλουργὲς τῇ πορφύρᾳ otros tintes (se consiguen) con jugos animales como el púrpura con el múrice Arist.Col.794a21, cf. 792a7, κύκλῳ δὲ τὸ ἁλουργὲς τὸν χρυσὸν περιθέει la púrpura rodea en círculo al oro en la cola de un pavo real, Ach.Tat.1.16.3.

Greek Monolingual

ἁλουργής, -ές και σπάνια ἁλουργός, -όν και ἁλουρνοῦς, -οῦν (Α)
ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα της πορφύρας)
«στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο- + -εργής < ἔργον.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργία
αρχ.-μσν.
ἁλουργίς
μσν.
ἁλουργικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλουργοβαφής, ἁλουργοπώλης, ἁλουργοϋφής
μσν.
ἁλουργοφορῶ, ἁλουργόχρους].

Greek Monotonic

ἁλουργής: -ές (ἅλς, *ἔργω), κατασκευασμένος στη θάλασσα, πορφυρός, δηλ. το γνήσιο πορφυρό χρώμα, σε Πλάτ.· ἁλουργῆ, τα πορφυρά ρούχα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλουργής: окрашенный в морской пурпур, пурпурный (γῆ Plat.; ἐσθῆτες Plut.).

Middle Liddell

[ἅλς, *ἔργω
wrought in the sea, sea-purple, i. e. genuine purple, Plat.; ἁλουργῆ purple cloths, Aesch.

English (Woodhouse)

crimson

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)