ἄκορνα: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "<b class="b3">ἀ-</b>" to "ἀ-")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akorna
|Transliteration C=akorna
|Beta Code=a)/korna
|Beta Code=a)/korna
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fish thistle]], [[Cnicus Acarna]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.10.6</span>, <span class="bibl">6.4.6</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fish thistle]], [[Cnicus Acarna]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.10.6</span>, <span class="bibl">6.4.6</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:30, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκορνα Medium diacritics: ἄκορνα Low diacritics: άκορνα Capitals: ΑΚΟΡΝΑ
Transliteration A: ákorna Transliteration B: akorna Transliteration C: akorna Beta Code: a)/korna

English (LSJ)

ἡ,    A fish thistle, Cnicus Acarna, Thphr.HP1.10.6, 6.4.6.

German (Pape)

[Seite 77] ἡ, gelbe Distelart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκορνα: ἡ, φυτόν ἀκανθῶδες, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 6. και 13, 3.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
bot. cardo blanco o cuco, Picnomon acarna (L.) Cass., Thphr.HP 1.10.6, 6.4.6, Plin.HN 21.94.

• Etimología: Quizá préstamo, rel. por etimología popular c. ἄκρος, etc.

Greek Monolingual

ἄκορνα, η (Α)
το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα ακ- «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα -ρνα οδηγεί στη σκέψη ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή. Κατά τον Stromberg, η λ. ἄκορνα συνδέεται με τη λ. του Ησυχίου κόρνος «σικελική ονομασία του φυτού αγριομυρσίνη», καθώς και με το ουσ. σκόρνος «μυρσίνη, το φυτόν». Ο ίδιος πιστεύει επίσης ότι από τη λ. ἄκορνα προέρχεται το ουσ. ἀκορνὸς (ὀκορνός), που δηλώνει «είδος ακρίδας», επειδή οι ακρίδες ζουν σε τέτοιου είδους φυτά και τρέφονται από αυτά. Για τον ίδιο λόγο πρέπει επίσης και το ουσ. κόρνοψ «είδος ακρίδας» να προέρχεται από τη λ. κόρνος (πρβλ. και ακανθίας < ἄκανθα)
βλ. και λήμμα ακ-].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: fish thistle, Cnicus Acarna (Thphr.).
Other forms: (σ)όρνος s. below.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On final short α see Chantr. Form. 100ff. Strömberg Wortstudien 17 compares κόρνος κεντρομυρσίνη, Σικελοί H. and σκόρνος κόρνος, μυρσίνη τὸ φυτόν; the ἀ- a prothetic vowel, not through connection with ἀκ- sharp. That ἀκορνός (ὀκορνός) grasshopper would come from ἄκορνα, with Strömberg, because grasshoppers live below thistles and feed on them, seems unnecessary, but cf. ἀκανθίας grasshopper beside ἄκανθα.The variation ἀ-\/σ-\/zero, the -ρν- and the short all point to a Pre-Greek word.

Frisk Etymology German

ἄκορνα: {ákorna}
Grammar: f.
Meaning: Distelart (Thphr.).
Etymology : Strömberg Wortstudien 17 vergleicht κόρνος, nach H. sizilisch für κεντρομυρσίνη, und σκόρνος· κόρνος, μυρσίνη τὸ φυτόν; der Name sei volksetymologisch auf ἀκ- spitz bezogen worden. Von ἄκορνα stammt nach Strömberg ἀκορνός (ὀκορνός) = ἀττέλεβος, πάρνοψ (H., Phot.), weil die Heuschrecken unter den Disteln leben und sich von diesen nähren. Ebenso von κόρνος κόρνοψ Art Heuschrecke, vgl. auch ἀκανθίας von ἄκανθα. Zum Anlaut vgl. noch Winter Prothet. Vokal 12.
Page 1,55