ἐκμηρύομαι: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekmiryomai | |Transliteration C=ekmiryomai | ||
|Beta Code=e)kmhru/omai | |Beta Code=e)kmhru/omai | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[wind off like a ball of thread]], <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>135c</span> ; of an army, [[make]] it [[defile out]], τὴν δύναμιν ἐκ τῶν δυσχωριῶν <span class="bibl">Plb.<span class="title">Fr.</span>132</span> ; διὰ στενῆς θυρίδος.. ἐκμηρυόμενος αὑτόν <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>26</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> intr., of the army, [[defile]], <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>6.5.22</span> ; τῆς χαράδρας <span class="bibl">Plb.3.53.5</span> (but <b class="b3">τὰς δυσχωρίας</b> ib.<span class="bibl">51.2</span>). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> metaph., [[evolve itself]], [[develop]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span> 65</span>, cf. eund. ap. <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>780.30</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:19, 12 December 2020
English (LSJ)
A wind off like a ball of thread, Jul.Gal.135c ; of an army, make it defile out, τὴν δύναμιν ἐκ τῶν δυσχωριῶν Plb.Fr.132 ; διὰ στενῆς θυρίδος.. ἐκμηρυόμενος αὑτόν Plu.Aem.26. II intr., of the army, defile, X.An.6.5.22 ; τῆς χαράδρας Plb.3.53.5 (but τὰς δυσχωρίας ib.51.2). III metaph., evolve itself, develop, Dam.Pr. 65, cf. eund. ap. Simp.in Ph.780.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμηρύομαι: ἀποθ., ἐκτυλίσσω, ἐξάγω ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἐπὶ στρατοῦ, ἕως ὅλῃ τῇ νυκτὶ ταῦτα μόλις ἐξεμηρύσατο τῆς χαράδρας Πολύβ. 3. 53, 5· διὰ στενῆς θυρίδος... ἐκμηρυόμενος αὑτὸν καὶ παιδία καὶ γυναῖκα Πλουτ. Αἰμιλ. 26. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ στρατοῦ, ἐξελίττομαι, ἐπεκτείνομαι, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 22, Πολύβ. 3. 51, 2.
French (Bailly abrégé)
1 dégager en faisant défiler : αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος PLUT se glisser par une petite porte étroite;
2 intr. défiler, se sauver en défilant.
Étymologie: ἐκ, μηρύω.
Spanish (DGE)
A tr.
I 1desenrollar εἰ καὶ λεπτότερον ἁρπεδόνος ἐκμηρυομένων αὐτῶν ἐκταθείη Iul.Gal.23.135c, cf. Hsch.s.u. ἐκπηνιεῖται.
2 marchar, recorrer hasta el final, c. ac. de extensión θεωροῦντες τοὺς ἱππεῖς δυσχερῶς ἐκμηρυομένους καὶ μακρῶς τὰς δυσχωρίας viendo que la caballería recorría los desfiladeros dificultosa y lentamente Plb.3.51.2, ὁ δὲ ἐκμηρυσάμενος τῷ πλῷ τὸν ποταμὸν πάντα Anon. en Sud.s.u. ἐκμηρυσάμενος.
II c. ac. de animados desembarazar, sacar de un apuro, en aor. conseguir sacar de una dificultad o peligro ταῦτα (ὑποζύγια καὶ ἵπποι) ... τῆς χαράδρας Plb.3.53.5, τὴν δύναμιν ἐκ τῶν δυσχωριῶν Plb.Fr.132, διὰ στενῆς θυρίδος ... αὑτὸν καὶ παιδία καὶ γυναῖκα Plu.Aem.26, cf. Sch.E.Andr.718.
B intr. desplegarse en fila de ejércitos κατὰ τὴν γέφυραν X.An.6.5.22
•fig. desarrollarse πάντα ἀπ' αὐτοῦ Dam.Pr.2, cf. 65, 71, οὐσία ἀπὸ ἑνὸς εἰς πλῆθος ἐκμηρυομένη Dam.in Prm.206.
Greek Monolingual
ἐκμηρύομαι (Α)
1. ξετυλίγω, ξεκουβαριάζω
2. (για στρατιώτες) διαβιβάζω, περνώ ένα ένα
3. (για στρατό) επεκτείνομαι, καταλαμβάνω θέσεις από ένα σημείο ώς κάποιο άλλο.
Greek Monotonic
ἐκμηρύομαι: αποθ.,
I. ξετυλίγω σαν το κουβάρι της κλωστής· λέγεται για στρατό, φεύγω σε παράταξη φάλαγγας από μια τοποθεσία, με γεν., σε Πολύβ., Πλούτ.
II. αμτβ., λέγεται για το στρατό, πορεύομαι σε φάλαγγα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμηρύομαι:
1) развертывать, разворачивать, преимущ. воен. проводить узким строем (τῆς χαράδρας, sc. τοὺς ἵππους Polyb.): ἐκμηρυόμενος αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος Plut. протиснувшись через узкое окошко;
2) проходить узким строем (κατὰ τὴν γέφυραν Xen.; τὰς δυσχωρίας Polyb.).
Middle Liddell
I. Dep. to wind out like a ball of thread: of an army, to make it defile out of a place, c. gen., Polyb., Plut.
II. intr., of the army, to defile, Xen.